Ο Φεβρουάριος είναι ένας μήνας ύψιστης σημασίας για τον κόσμου του πολιτισμού. Ο μήνας αυτός σημαδεύτηκε με σημαντικά γεγονότα, δύο εξ΄ αυτών, η γέννηση του μεγάλου ποιητή Κώστα Βάρναλη το 1884 και ο θάνατος του Κρητικού ερμηνευτή Νίκου Ξυλούρη το 1980.
Η σπουδαίοτητα και η μοναδικότητα των δύο αυτών ανθρώπων είναι ευδιάκριτη μέσα από το έργο τους, αλλά και την βαριά κληρονομιά που άφησαν. Οι στίχοι του Βαρναλη είναι στις μέρες μας πιο έντονοι και επίκαιροι από ποτέ και η φωνή του Ξυλούρη ηχεί ακόμα στα αυτιά μας καθημερινά, τραγουδώντας τους πόνους και τους καημούς μιας άλλης, παλαιότερης, εποχής που όμως ελάχιστες διαφορές έχει με την δική μας. Σήμερα λοιπόν, που οι κοινωνικές ανισότητες βρίσκονται στο προσκήνιο και φανταζει αδύνατη η ανατροπή τους, η ελπίδα του λαού πηγάζει μέσα από το έργο τους: τα τραγούδια και τα ποίηματα που μας άφησαν.
Ο Κώστας Βάρναλης, με όπλο την πένα του, περιέγραφε τον πόνο των απλών ανθρώπων και τους αγώνες της εργατικής τάξης. Ένα από τα πιο γνωστά του έργα είναι η «Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου», ποίημα το οποίο έντυσε με τη μουσική του ο Λουκάς Θάνος το 1974 και ερμήνευσε για πρώτη φορά ο Νίκος Ξυλούρης. Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή «Τα Ποιητικά» που εκδόθηκε το 1956 και αποτελείται από 26 στροφές και 104 στίχους. Η μελοποίηση του συγκεκριμένου έργου δεν έγινε σε ολόκληρο το ποίημα, παρά μόνο σε 8 στροφές. Ακόμα και μέσα από τις συγκεκριμένες στροφές όμως, ο ποιητής καταφέρνει να περάσει τα μηνύματά του.
«Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό»
Το ποίημα αυτό είναι αλληγορική και γεμάτο παραλληρισμούς, που καλό είναι να κατανοήσει κάποιος, για να μπορεί να αντιληφθεί το ευρύτερο νόημα του. Ο ήρωας, ο ‘Κύρ Μέντιος’ είναι ένα γαϊδούρι, το οποίο αντιπροσωπεύει τον απλό άνθρωπο, τον αδιαμαρτύρητο και υπομονετικό. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια από τον ποιητή για να αφυπνίσει τον λαό κάνοντας να δει τον εαυτό του μέσα στους στίχους του, από την οπτική του Κυρ Μέντιου.
«Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά.»
...
«Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαΐ»
Σε αρκετά σημεία του έργου περιγράφεται και σατηρίζεται η υπουδούλωση του ανθρώπου, αφού γίνεται έρμαιο των αφεντικών του: «Όργωνα στα ρέματα τ΄αφεντός τα στρέμματα», «δέρναν ούλοι αφέντες δούλοι.. και μ΄αφήναν νηστικό». Αυτό που προβληματίζει είναι η μοίρα του γαϊδάρου που είναι ταυτόσημη με αυτήν του απλού ανθρώπου, του εργαζόμενου, που με το «βόδι», τον αγρότη έκτισαν όλοι την κοινωνία. Αυτό είναι που θέλει να πετύχει και ο Βάρναλης. Παρουσιάζοντας τα γεγονότα ως έχουν κάνει τον άνθρωπο να ταυτιστεί. Δείχνοντας του όμως την κατάληξη του: «να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ», τον κάνει να αντιδράσει και να πάρει την ζωή στα χέρια του.
«Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς»
Η κορύφωση της αντίδρασης γίνεται στους στίχους που επέλεξε ο Λουκάς Θάνος για ρεφρέν. Στους στίχους αυτούς φαίνεται ξεκάθαρα ο επαναστατικός χαρακτήρας του έργου: «Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ρθει ανάποδα ο ντουνιάς». Ο Βάρναλης είχε ξεκάθαρο πλάνο στο μυαλό του. Να αφυπνήσει τον λαό. Και η διαχρονικότητά του έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι μέχρι και σημερα, αυτό το ρεφρέν εκφράζει την καθημερινότητα και τη ζωή εκατομμύριων ανθρώπων καταπιεσμένων, φτωχών, αδικημένων. Το ποίημα ολοκληρώνεται με τους στίχους «Κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει πλάση κοκκινήσει», δείχνοντας ξεκάθαρα τον δρόμο προς την επανάσταση του καταπιεσμένου ανθρώπου, τον δρόμο προς τον νέο κόσμο τον σοσιαλισμό, μακριά από μια κοινωνία που επικρατεί η υποδούλωση και η εκμετάλλευση του ανθρώπου. Δρόμο που τότε η νεαρή Σοβιετική Ένωση προσπαθούσε να διανύσει.
Η επιλογή του Νίκου Ξυλούρη δεν είναι επίσης τυχαία. Το τραγούδι αυτό ο Νίκος Ξυλούρης το ερμήνευσε φορώντας μαύρο πουκάμισο, ως ένδειξη συμπαράστασης στον καταπιεζόμενο λαό. Ο Ξυλούρης ήταν μοναδικός και αναντικατάστατος, ήταν η λεβέντικη και επαναστατική φωνή της εποχής του, αλλά και η φωνή του αγώνα μέχρι τις μέρες μας. Διασκευές έγιναν αργότερα από πολλούς και το τραγούδι δοκιμάστηκε απο κακοποίηση και της καπήλευση, ιδιαίτερα όταν τραγουδήθηκε από εκπροσώπους του «star system», αλλά και στελέχη της ναζιστικής εγκληματικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής, που ουδεμία σχέση έχουν είτε με τον πολιτισμό είτε με τον αγώνα. Παρόλα αυτά η ουσία και η αξία του παρέμειναν ανέγγιχτες και δείχνουν ακόμα στην εργατική τάξη και το λαό το δρόμο της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και αυτών που το υπηρετούν.
Το ποίημα αυτό, όπως και ολόκληρο το έργο του Κώστα Βάρναλη είχε, από την αρχή της δημιουργίας του ιερό σκοπό. Να κάνει τον κόσμο καλύτερο, τον άνθρωπο δυνατότερο και σοφότερο, παροτρίνοντας τον να πάει κόντρα στο ρέυμα της εποχής. Το τραγούδι αυτό, με
την αθάνατη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, το τραγουδάμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και όχι για να πλουτίσει ακόμα περισσότερο κάποιος εκατομμυριούχος. Μας συνοδεύει και θα μας συνοδεύει πάντα στους αγώνες μας στους χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια και στα σχολεία, σε πορείες στους δρόμους, έχοντας ένα κόκκινο γαρύφαλο στο πέτο μας και όχι στο πάτωμα.
«Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη»
Μόδεστος Αργυρού,
Μέλος Πολιτιστικού Γραφείου Κ.Σ. ΕΔΟΝ