Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιούνη 1940. «Μοιάζει 4 παρά 20, συννεφόκαμα και νύχτα. Λέγεται πως σαν σήμερα, 1 Ιουνίου, Βασιλεύς Παύλος εγέννησεν Βασιλέα Κωνσταντίνον εκ της Φρειδερίκης. Εμένα η μητέρα μου, μου είπε πως οι κανονιές πέσανε για μένα. Όσο για τη Μονρόε, εκτός από την ίδια ημερομηνία γεννήσεως, είναι στη μέση και οι ασφυκτικά πυκνές πλερέζες του θανάτου της». Παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο και απέκτησαν μια κόρη, την Μυρτώ Τάσιου.
Η πρώτη επαφή της με το θέατρο γίνεται σε ηλικία μόλις πέντε ετών συμμετέχοντας σε παιδικούς θιάσους. Αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και παρακολούθησε μαθήματα χορού στις σχολές Πράτσικα, Ζουρούδη και Βαρούτη. Τη δεκαετία 60-70 ως επαγγελματίας ηθοποιός πια, συμμετείχε στις παραστάσεις «Κύριος πέντε τοις εκατόν», «Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται», «Το παιχνίδι γάμου», «Γη SOS», «Επτά χρόνια γάμου». Η θέση που είχε η Κατερίνα Γώγου στο εμπορικό θέατρο της εποχής ήταν δίπλα ή πίσω από μεγάλα ονόματα. Το 1976 πετυχαίνει να ανήκει στο δυναμικό του θεάτρου Τέχνης. Εκεί παίζει στις «Βάκχες», στον «Αυτόχειρα» και στο «Φαγκότο». Η πορεία της στο κινηματογράφο ξεκινά στη δεκαετία του 50 έχοντας δευτερεύοντες και εδώ, ρόλους σε ταινίες όπως «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», «Άπονη ζωή», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα». Αξίζει να σημειωθεί πως ο κινηματογράφος της εποχής εκείνης χαρακτηρίστηκε ως «απολίτικος» αφού στόχο είχε το κέρδος και τη χειραγώγηση των μαζών από την πλευρά των παραγωγών και της άρχουσας τάξης αντίστοιχα. Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του 70 σημειώνονται βήματα αλλαγής στο ελληνικό κινηματογραφικό στερέωμα. Η Κατερίνα Γώγου στον ανανεωμένο πια και με πολιτικό περιεχόμενο κινηματογράφο συμμετέχει ενεργά όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως σεναριογράφος ή ακόμη και ως πηγή έμπνευσης του σκηνοθέτη και συζύγου της Παύλου Τάσιου. Οι συμμετοχές της στις ταινίες «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», «Το βαρύ πεπόνι», «Παραγγελιά» και «Όστρια» είναι ενδεικτικές της αλλαγής στη καλλιτεχνική της πορεία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70 η Κατερίνα Γώγου εμφανίζει με την πρώτη της ποιητική συλλογή «Τρία κλικ Αριστερά» μια άλλη της ιδιότητα. Αυτή της ποιήτριας. Μεταφέρεται έτσι όπως πολύ εύστοχα γράφτηκε «από τα πλατό της Φίνος φίλμς στα πλατό της πλατείας των Εξαρχείων». Η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Μαγιακόσβσκι των Εξαρχείων» φέρει τον τίτλο «Ιδιώνυμο» ύστερα εκδίδεται το «Ξύλινο Παλτό», οι «Απόντες», ο «Μήνας των παγωμένων σταφυλιών» ενώ το 1990 εκδίδεται ο «Νόστος». Το τελευταίο της βιβλίο «Με λένε Οδύσσεια» είναι και μεταθανάτιο (10 χρόνια σχεδόν αφότου «έφυγε»).
Η ποιητική γενιά της δεκαετίας του 70 έγραψε επηρεασμένη από το μετεμφυλιακό και ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του 50 αφού το βίωσαν ως παιδιά ή έφηβοι και εν συνεχεία επηρεασμένοι από το γενικότερο κίνημα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 60 με κορύφωση το Μάη του 68 αλλά και από οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας του ΄67. Όλα αυτά τα αδιέξοδα και οι ανησυχίες των ποιητών της εποχής τους έδωσαν το χαρακτηρισμό της «γενιάς της άρνησης».
«Η Γώγου μέσα σε αυτό το κλίμα γράφει και με εφόδιο τη ποίησή της, εναντιώνεται στη κοινωνική πραγματικότητα. Ο λόγος της, καθημερινός και άμεσος, συνδυασμένος με σαρκασμό ή και ειρωνεία, καθάριος, ανεπιτήδευτός, άγριος και αναμφισβήτητα καταγγελτικός.» Μέσα από τη ποίησή της μεταφέρει τις εικόνες της καθημερινής εξαθλίωσης και της παρακμής της δεκαετίας του ΄70 με τρόπο που να χαρίζει στους αναγνώστες της κινηματογραφική απεικόνιση.
Η Κατερίνα διαβάζεται από τους ανυπόταχτους και ασυμβίβαστους νέους της εποχής, καθότι εντοπίζουν στην ποίησή της, τις ανησυχίες τους έξω από τις ποιητικές και λογοτεχνικές νόρμες που επικρατούσαν τότε στην ποίηση. «Κυρίως πραγματεύεται την εξαθλίωση που το σύστημα επιφέρει στο λαό, τη μοναξιά, το σεξισμό και την αστυνομοκρατία.» Έτσι μετατρέπεται από το χαριτωμένο και ατίθασο τρελοκόριτσο των ταινιών σε μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική φιγούρα που με τα ποιήματα της σημάδεψε την ελληνική ποίηση.
«Ο καπιταλισμός και όλα όσα επιφέρει στον άνθρωπο αποτέλεσαν μοχλό πίεσης στα γραφτά της ποιήτριας.» Η μοναξιά για παράδειγμα δεν περιορίζεται στα στενά όρια της προσωπικότητάς αλλά μεταφέρεται ως πρόβλημα της κοινωνικό. Ένα πρόβλημα που ακόμη και τόσα χρόνια αργότερα, παρουσιάζεται όχι μόνο στην ίδια μορφή αλλά και ίσως και σε εντονότερη.
«Η μοναξιά…
(…)Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι(...)»
Η οργή της Κατερίνας απέναντι σε ένα σύστημα που αφήνει ένα παιδί να βλέπει τη μάνα του να ξεψυχάει μπροστά στα μάτια του.
«(..) Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας.
Ποτέ δεν έφτανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
Ψάχνοντας να βρω τρόπο(…)
Μόνο κάτω από απ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο σαν κι αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου
και κάτω από αυτόν
γράψε με τα αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!»
Είναι μέχρι σήμερα που η Κατερίνα διαβάζεται και φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ άλλοτε. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης το αποδεικνύουν καθημερινά άλλωστε.
"Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε
ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως
σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο στόχος,
το νου σου ε;"
Η Ζαν ντ Άρκ των Πατησίων ήταν ένας ασυμβίβαστος και υπέρμετρα ειλικρινής άνθρωπος που δεν άντεχε την αδικία. «Η οργισμένη ποιητική της φωνή στόχο είχε την αφύπνιση του κόσμου απέναντι στην αθλιότητα που ο καπιταλισμός θέλει το λαό να ζει.» Έφυγε από τη ζωή στις 3 Οκτωβρίου του 1993 από χρήση υπνωτικών χαπιών σε συνδυασμό με αλκοόλ.
Μαρίνα Νικολάου
Μέλος Κεντρικού Πολιτιστικού Γραφείου