Το πολυπαραγοντικό φαινόμενο της Αντικοινωνικής Συμπεριφοράς

Η αντικοινωνική συμπεριφορά είναι ένα ετερογενές φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από διάφορες μορφές επιθετικών και παραβατικών συμπεριφορών. Παρουσιάζεται νωρίς στη ζωή, από την παιδική ηλικία, ενώ στην επιστήμη της Ψυχολογίας, είναι γνωστό με τον όρο διαταραχή διαγωγής (Conduct Disorder) (APA, 2013). Η αντικοινωνική συμπεριφορά περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως ο εκφοβισμός, η μη τήρηση των κοινωνικών κανόνων, η πρόκληση σωματικής βλάβης προς άλλους κτλ.

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως διάφορες συμπεριφορές επιθετικότητας είναι φυσιολογικό να παρουσιάζονται αναπτυξιακά σε παιδιά νηπιακής ηλικίας σε ήπιο βαθμό, κυρίως διότι εκλείπουν από αυτά διάφορες δεξιότητες επικοινωνίας και άλλων συναφών δεξιοτήτων (αποτελεσματική ρύθμιση και έκφραση συναισθημάτων κ.ά.). Κατ’ επέκταση, καθώς μεγαλώνουν ηλικιακά, η παρουσία αυτών των συμπεριφορών αναμένεται να μειωθεί σημαντικά ή να πάψουν να υφίστανται. Ωστόσο, υπάρχει ένα μικρό ποσοστό των παιδιών που μπορεί να συνεχίσουν να παρουσιάζουν αντικοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς ακόμη και στη μετέπειτα εφηβική και ενήλικη ζωή τους, τα οποία τους οδηγούν σε διαπροσωπικές δυσκολίες και μειωμένη ποιότητα ζωής (Moffit et al., 2008).

Οι μελέτες που επικεντρώνονται σε αυτό το φαινόμενο, έχουν προσδιορίσει διάφορους παράγοντες που φαίνεται να είναι υπεύθυνοι για αυτές τις συμπεριφορές. Ιδιαίτερη προσοχή επίσης έχει δοθεί σε μελέτες που εξετάζουν χαρακτηριστικά προσωπικότητας και διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες, που ενδεχομένως προδιαθέτουν τα άτομα για υιοθέτηση αντικοινωνικών συμπεριφορών.

Για το εν λόγω φαινόμενο, διεξάγονται έρευνες σε πολλαπλά επίπεδα: γενετικής, ψυχοφυσιολογίας και περιβαλλοντικών παραγόντων. Αναφορικά με τις έρευνες γενετικής και σύμφωνα με το μοντέλο προδιαθεσιακής ευαλωτότητας (diathesis-stress model), η βιολογική ευαλωτότητα μαζί με τις περιβαλλοντικές επιδράσεις (Reiss, Leve, & Neiderhiser, 2013; Ingram & Luxton, 2005) μπορεί να προβλέψει την έκφραση διαφόρων τύπων ψυχοπαθολογίας. Μελέτες συσχέτισης σε όλο το γονιδίωμα (GWAs) και άλλες μοριακές μελέτες, διερευνούν τις γενετικές επιδράσεις που υπάρχουν σε διάφορες συμπεριφορές (Visscher et al., 2017), συμπεριλαμβανομένων και των επιθετικών συμπεριφορών και των υποτύπων τους.

Στην περίπτωση των επιθετικών συμπεριφορών έχουν βρεθεί πως συγκεκριμένα γονίδια ενδεχομένως συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτών των συμπεριφορών. Πιο συγκεκριμένα, η έκφραση συγκεκριμένων γονιδίων επηρεάζει διάφορα νευροβιολογικά συστήματα, καθώς τα γονίδια είναι υπεύθυνα για την παραγωγή πρωτεϊνών, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν αυτά τα συστήματα δημιουργώντας συγκεκριμένουςενδοφαινότυπους (που ονομάζονται επίσης ενδιάμεσοι φαινότυποι, Gottesman & Gould, 2003).

Επιπρόσθετα, οι ψυχοφυσιολογικές μετρήσεις είναι ένας άλλος τρόπος αξιολόγησης των προσωπικών συναισθηματικών και γνωστικών διεργασιών. Για παράδειγμα, αρκετές μελέτες μελετούν τη μεταβλητότητα καρδιακών παλμών (HRV), την απόκριση αγωγιμότητας του δέρματος (SCR), τον καρδιακό ρυθμό (HR), την ηλεκτρομυογραφία προσώπου (EMG) και το αντανακλαστικό του οφθαλμού (eye-bling startle reflex) ως δείκτες ενδογενών αντιδράσεων σε διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα. Ο καρδιακός ρυθμός (HR) και η αγωγιμότητα του δέρματος (SC) είναι δείκτες φυσιολογίας που σχετίζονται με τη δραστηριότητα του Παρασυμπαθητικού (PNS) και του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος (SNS) και θεωρούνται αντικειμενικές μετρήσεις φυσιολογικής διέγερσης (Lorber, 2004).

Πέρα από τη βιολογία, διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η πιθανή ψυχοπαθολογία των γονέων, οι ελλιπείς γονικές πρακτικές, η έκθεση σε βίαιο υλικό στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), επιδεικνύουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και διατήρηση αντικοινωνικών συμπεριφορών. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γονείς που παρουσιάζουν αντικοινωνικές συμπεριφορές και σχετικές ψυχοπαθολογίες, μπορεί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους (Li et al., 2017; Sellers et al., 2014; Eiden et al., 2009). Η γονική ψυχοπαθολογία μπορεί να επηρεάσει και τις γονικές πρακτικές που λαμβάνουν τα παιδιά. Μερικά παραδείγματα δυσλειτουργικής γονικής μέριμνας είναι η ελλιπής γονική επίβλεψη (Tyler et al., 2012; Murray & Farrington, 2010), η σωματική και λεκτική / συναισθηματική τιμωρία και η ασυνεπής ανατροφοδότηση σχετικά με τη συμπεριφορά των παιδιών.

Τέλος, τα ατομικά χαρακτηριστικά ενός παιδιού μπορεί να έχουν αντίκτυπο στις γονικές πρακτικές και στην προσαρμογή του στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι τα παιδιά με χαρακτηριστικά σκληρότητας (Callous Unemotional Traits) μπορεί να οδηγήσουν τους γονείς να προσαρμόσουν πιο σκληρές μεθόδους πειθαρχίας, αφού δεν ανταποκρίνονται στην τιμωρία, είναι αντιδραστικά προς μορφές εξουσίας και δεν δείχνουν μεταμέλεια μετά από τα λάθη τους (Waller et al., 2015; Hawes et al., 2011).

Ανάγκη για περαιτέρω έρευνα

Ανακεφαλαιώνοντας, το φαινόμενο των αντικοινωνικών συμπεριφορών είναι πολύ-παραγοντικό, απαιτώντας έτσι προσπάθειες για περαιτέρω διερεύνηση των αιτιών που το αναπτύσσουν και το διατηρούν. Η διαχρονική φύση των ερευνών που διεξάγονται θα μπορέσουν να βοηθήσουν στην εις βάθος κατανόηση των συμπεριφορών που παρατηρούνται στην κοινωνία μας, βοηθώντας κυρίως στη δημιουργία παρεμβάσεων για την έγκαιρη ανίχνευση, πρόληψη αλλά και αντιμετώπισή τους.

 

Γεωργία Ζαχαράκη, MSc

---------------------------------

Διδακτορική Φοιτήτρια Κλινικής Ψυχολογίας

Ερευνητική Βοηθός, Εργαστήριο Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας

Τμήμα Ψυχολογίας

Πανεπιστήμιο Κύπρο

© 2024 EDON. All Rights Reserved.