Θέλω να χαιρετίσω τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου και να ευχηθώ όπως αυτή αποτελέσει την απαρχή συλλογικής προσπάθειας για την αντιμετώπιση και ξεπέρασμα της κατάστασης της οικονομίας του Τόπου. Θεωρούμε ότι η συνεδρίαση αυτή θάπρεπε να είχε γίνει εδώ και μερικές εβδομάδες. Αντί τούτου η Κυβέρνηση και τα Κόμματα που τη στηρίζουν επέλεξαν να χειριστούν από μόνοι τους τα ζητήματα.
Άποψη μας είναι πως, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς σ΄αυτά που δηλώνουμε δημόσια για ενότητα και συλλογικούς χειρισμούς θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε με ανάλογο έμπρακτο τρόπο και όχι να αναλωνόμαστε σε συνθήματα ή λόγια κενά περιεχόμενου. Η κύρια ευθύνη για την επίτευξη αυτού του στόχου, όπως είχε πει πολλές φορές στο παρελθόν ο κ. Αναστασιάδης, ανήκει στην Κυβέρνηση.
Δεν πρόκειται να προβώ σήμερα σε εκτεταμένη ανάλυση για τις αιτίες της κρίσης και τις παθογένειες του τραπεζικού μας συστήματος. Αυτή τη συζήτηση την κάναμε πολλές φορές στο παρελθόν, δημόσια. Θα υπομνήσω μόνο ότι όποτε ως ΑΚΕΛ τοποθετηθήκαμε για το θέμα αναφερόμασταν ξεκάθαρα σε κρίση αναπόφευκτη, κρίση οφειλόμενη στα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Θα υπενθυμίσω επίσης τις κριτικές μας τοποθετήσεις όσον αφορά τις πολιτικές επιλογές που ακολουθούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης. Το Κόμμα μας είχε κατ΄ επανάληψη τονίσει ότι όπου εφαρμόστηκε θεραπεία σοκ που στηρίζονταν στο τρίπτυχο λιτότητα-περικοπές ιδιωτικοποιήσεις, όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν τις συνέπειες της κρίσης, αλλά τις όξυναν.
Το Μνημόνιο που είχαμε στηρίξει τον περασμένο Νιόβρη ήταν συνολική συμφωνία που αποκαθιστούσε τη σταθερότητα στον τραπεζικό τομέα χωρίς να διαλύεται ο κοινωνικός ιστός. Αυτό που έχουμε σήμερα ενώπιον μας είναι εντελώς διαφορετικό.
Ως ΑΚΕΛ είχαμε υποδείξει εδώ και καιρό πως ο λόγος που οδήγησε την Κύπρο να χτυπήσει την πόρτα της Τρόικα ήταν η τρύπα χρέους των τραπεζών. Αν η Κύπρος δεν είχε φορτωθεί 10 δισεκατομμύρια χρέος εξαιτίας της ελλιπούς εποπτείας και των λανθασμένων αποφάσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, άλλα και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σίγουρα δεν θα χρειαζόταν να προσφύγει στο Μηχανισμό Στήριξης.
Η συμφωνία Eurogroup - Κυβέρνησης Αναστασιάδη της 25ης του Μάρτη φέρει μαζί της σοβαρότατες συνέπειες για την Κύπρο και για τον κόσμο. Ήδη έγινε τεράστια ζημιά στο χρηματοοικονομικό μας σύστημα. Πλήγηκαν τα τρία θεμέλια που καθορίζουν την φερεγγυότητα ενός χρηματοοικονομικού συστήματος: η αξιοπιστία, η ασφάλεια και η σταθερότητα.
Επιπρόσθετα, η συμφωνία έχει δημιουργήσει νέα αρνητικά δεδομένα για την οικονομία της Κύπρου. Έχουν συμφωνηθεί σειρά από σκληρά μέτρα, όπως ιδιωτικοποίηση ημικρατικών οργανισμών, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, μόνιμη αύξηση του εταιρικού φόρου, περικοπές μισθών και ωφελημάτων. Ένας μακρύς κατάλογος θυσιών που καλείται να αναλάβει ο Κυπριακός Λαός και που δεν αποτελεί παρά μόνο την αρχή μιας πολύ επώδυνης πορείας.
Το ερώτημα που έχουμε καθήκον να απαντήσουμε είναι κατά πόσο αυτές οι θυσίες θα έχουν αντίκρισμα.
Τι μας δείχνει η εμπειρία άλλων χωρών που βρίσκονται σε Μνημόνιο;
Πρώτο, η υλοποίηση των μνημονίων οδηγεί σε ύφεση και συνοδεύεται με συνεχείς προσπάθειες περικοπών, ως επί το πλείστον σε μισθούς, συντάξεις και ωφελήματα των εργαζομένων. Η Ελληνική Οικονομία μειώθηκε σχεδόν κατά ένα τέταρτο την τελευταία τριετία ενώ στην Πορτογαλία έχει καταγραφεί το 2012 η χειρότερη ύφεση μετά το 1975.
Δεύτερο, καταγράφεται σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους που φτάνει σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, η οποία καλύπτεται με επιπλέον χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα αναφερθώ στην Ελλάδα και την Πορτογαλία που έτσι και αλλιώς είχαν ψηλό δημόσιο χρέος αλλά σκόπιμα θα επιλέξω την Ιρλανδία. Το δημόσιο χρέος από το 44,5% του 2008 ακολούθησε εκρηκτική πορεία και σήμερα ξεπερνά το 122%. Ιδιαίτερα όμως αρνητικά είναι τα επίπεδα του δημοσιονομικού ελλείμματος που συνέβαλαν στην αύξηση του Δημοσίου χρέους. Τη χρονιά υπογραφής του μνημονίου το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο 30,9% του ΑΕΠ, ενώ τα επόμενα χρόνια η Ιρλανδία διατηρούσε τα υψηλότερα ελλείμματα στην Ευρωζώνη.
Τρίτο, οι χώρες σε μνημόνιο έχουν υποστεί σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου της χώρας. Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απωλέσει κατά μέσο όρο 38% του εισοδήματος τους μέχρι σήμερα ενώ στην Ιρλανδία ο δείκτης για τις τιμές ακινήτων σημείωσε πτώση πέραν των 45 μονάδων την περίοδο 2008 – 2011.
Τέλος, το χείριστο όλων είναι οι δραματικές κοινωνικές συνέπειες που βιώνουν οι λαοί και η κοινωνική αποσάθρωση ως συνέπεια της ανεργίας. Στην Ελλάδα η ανεργία έχει ξεπεράσει το 27%, ενώ ένας στους δυο νέους (55,4%) είναι άνεργος. Στην Ιρλανδία, που παρουσιάζεται ως πρότυπο υλοποίησης του Μνημονίου, η ανεργία είναι κοντά στο 15%, ενώ το μεγαλύτερο μέρος αποτελεί η μακροχρόνια ανεργία.
Πως λοιπόν αποδεικνύεται με τα πιο πάνω η αποτελεσματικότητα των μνημονίων όπου και αν εφαρμόστηκαν; Η δημιουργία κοινωνικής κρίσης είναι τέτοια που ακόμα και αποσπασματικές εξελίξεις όπως η έξοδος της Ιρλανδίας στις αγορές δεν μπορούν να καλύψουν το κοινωνικό αδιέξοδο το οποίο βιώνουν οι Λαοί. Δεν μπορούν να κρύψουν τις στρατιές ανέργων και την αύξηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Το κυριότερο όμως, δεν έχουν καταφέρει να δώσουν ουσιαστικές δυνατότητες προοπτικής στην οικονομία και την κοινωνία.
Αξιολογώντας τα πιο πάνω δεν μπορεί παρά να αναμένουμε αντίστοιχα φαινόμενα και δείκτες στην Κύπρο. Στη δική μας περίπτωση οι βαρύτατες συνέπειες από τις αποφάσεις στον χρηματοοικονομικό τομέα καθιστούν το όλο εγχείρημα ακόμα πιο δύσκολο. Οι ισχυρές ενδογενείς αδυναμίες της οικονομίας μας κάνουν την προσαρμογή ακόμα πιο δύσκολη. Αυτό γιατί η μέχρι σήμερα ανάπτυξη της οικονομίας είχε στηριχθεί κυρίως σε δύο τομείς∙ στον Τουρισμό και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Οι αποφάσεις του Μάρτη έχουν πληγώσει σημαντικά τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες με αποτέλεσμα η οικονομία να παρουσιάζει κενό παραγωγικών δυνατοτήτων. Αν υπολογίσουμε ότι η Κύπρος διαθέτει ασθενή βιομηχανική βάση και πρωτογενή τομέα είναι δύσκολο να δούμε ποιοι τομείς θα μπορέσουν πέραν από τον τουρισμό να απορροφήσουν εργατικό δυναμικό, να προσφέρουν μισθούς και να στηρίξουν τη βάση παραγωγής της Κυπριακής Οικονομίας. Η Κύπρος χρειάζεται συνολικό επανασχεδιασμό του οικονομικού της μοντέλου. Για να το πετύχει όμως δεν χρειάζεται μόνο θέληση και σκληρή δουλειά αλλά και εργαλεία οικονομικής πολιτικής ώστε να δώσει κατεύθυνση στην ανάπτυξη. Τέτοια δυνατότητα το μνημόνιο δεν παρέχει.
Ιδιαίτερα όμως για τον τραπεζικό τομέα, η εφαρμογή του μνημονίου θα δημιουργήσει συνθήκες μειωμένης ρευστότητας προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η σημαντική απουσία δανειστικών κεφαλαίων και η παράταση στους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων θα ενισχύουν την πιστωτική ασφυξία στην οικονομία. Η απουσία σημαντικού όγκου πίστωσης θα οδηγήσει στη μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, την πτώχευση επιχειρήσεων και την αύξηση των απολύσεων δηλαδή της ανεργίας. Ταυτόχρονα, η διεθνής δραστηριότητα της Κύπρου θα σημειώσει σημαντική κάμψη λόγω της αδυναμίας προσέλκυσης νέων καταθέσεων από το εξωτερικό και κατ’ επέκταση θα επηρεάσει τις ξένες άμεσες επενδύσεις στην Κύπρο, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών.
Άλλωστε αυτό επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα νούμερα και τις εκτιμήσεις της Τρόικας για την πορεία της Κυπριακής Οικονομίας. Το ένα όγδοο της παραγωγής θα χαθεί στα επόμενα δύο χρόνια αφού το ΑΕΠ θα σημειώσει πτώση 8,7% το 2013 και επιπλέον 3,9% το 2014. Μια τέτοια ύφεση είναι πρωτόγνωρη για την Κύπρο. Το μέγεθος της ύφεσης αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη δυνατότητα της οικονομίας να επανέλθει σε ομαλή πορεία, παρά τη δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα από το 2016 και έπειτα. Οι επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά θα είναι τέτοιες που, όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες, θα επαναφέρει διαρκώς την ανάγκη επανεκτίμησης των στόχων. Πιο συγκεκριμένα:
Οι προβλέψεις για το δημόσιο χρέος δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους κινδύνους της ύφεσης και της απώλειας εσόδων του κράτους και στηρίζονται σε ιδιαίτερα αισιόδοξες προβλέψεις ως προς τη δυνατότητα άντλησης πρόσθετων εσόδων για το κράτος. Ως εκ τούτου τίθενται πολύ σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους με τις υφιστάμενες προβλέψεις.
Σε σχέση με τη δημοσιονομική προσαρμογή, σημειώνεται αύξηση των ελλειμμάτων σε σχέση με το μνημόνιο του Νοεμβρίου. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι μια απόκλιση στα έσοδα αλλά και στα έξοδα του προϋπολογισμού θα φέρει ξανά στο προσκήνιο την ανάγκη λήψης επιπλέον μέτρων για κάλυψη της απόκλισης.
Στην αγορά εργασίας τα δεδομένα είναι εξίσου αρνητικά. Ήδη οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν άνοδο της ανεργίας πέραν του 14%. Αν λάβουμε υπόψη τις εξελίξεις που πρόκειται να επέλθουν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τις επιπτώσεις από τις ιδιωτικοποιήσεις και τη μείωση της παραγωγής αλλά και την τάση για μείωση του εργατικού κόστους, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ανεργία θα φθάσει σε ιστορικά πρωτοφανή επίπεδα.
Η εκτίμηση του ΑΚΕΛ είναι πως ο δρόμος του μνημονίου θα οδηγήσει σε φαύλο κύκλο, που θα γεννά και αναγεννά νέες απαιτήσεις, εκβιασμούς και νέα μέτρα. Δηλαδή σε νέα εποχή αποικιοκρατίας για την Κύπρο δίχως καμιά προοπτική.
Πέραν τούτου, για την περίπτωση της Κύπρου είναι πλέον προφανές ότι οι αποφάσεις από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. δεν λαμβάνονται μόνο με οικονομικά κριτήρια, αλλά και με πολιτικά. Γι΄αυτό και δεν πρέπει κανένας να προσποιείται πως το Κυπριακό και το φυσικό αέριο δεν βρίσκονται στην ατζέντα των επιδιώξεων τους. Το ζητούμενο αυτή την ώρα δεν είναι να αναζητούμε από οποιονδήποτε το δικαίωμα μας να αποφασίζουμε εμείς για το μέλλον και το φυσικό πλούτο του Τόπου μας. Το ζητούμενο είναι αυτό το δικαίωμα να είναι κατοχυρωμένο. Να αποφασίζουμε εμείς για εμάς. Η εξάρτηση που θα δημιουργήσει η οικονομική υποδούλωση μας στην Τρόικα μέσω του Μνημονίου, είναι προφανές πως θα καταργήσει αυτό το δικαίωμα. Εναπόκειται σε εμάς εάν θα το επιτρέψουμε.
Εάν, προκειμένου να εξυπηρετήσουμε ο καθένας μας τις δικές του ιδεοληψίες και τους δικούς του δογματισμούς, δεν είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε καμιά άλλη επιλογή πέραν του Μνημονίου, αδιαφορώντας για τις πραγματικότητες που δημιούργησαν τα Μνημόνια σε άλλες χώρες, τότε θα πρέπει αυτό να το ξεκαθαρίσουμε στον κυπριακό λαό. Όπως θα πρέπει να του πούμε την αλήθεια: προοπτική για ανάκαμψη μέσα από το Μνημόνιο όπως διαμορφώθηκε, δεν υπάρχει.
Θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Γνωρίζουμε ότι εδώ που έχει φτάσει η οικονομία μας δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Οφείλουμε όμως να αναζητήσουμε εναλλακτικές επιλογές, ενδεχομένως εξίσου οδυνηρές για ένα χρονικό διάστημα. Η αποδοχή όμως του μνημονίου ως μονόδρομου για την Κυπριακή Οικονομία θα μας οδηγήσει στο μέλλον ενώπιον πιο εκβιαστικών διλλημάτων.
Όσο δύσκολη και νάναι η εναλλακτική επιλογή θεωρούμε ότι υπάρχει. Αυτό που χρειάζεται είναι συλλογικός προβληματισμός, απαλλαγμένος από δογματισμούς και με αποκλειστικό γνώμονα τι είναι καλύτερο για τον κόσμο και την Κύπρο.
Η όποια επιλογή πρέπει να διαθέτει τρία βασικά χαρακτηριστικά, κατά την άποψη μας:
Πρώτο, να δίνει στην οικονομία και την κοινωνία προοπτική, δυνατότητα να σηκώσει το κεφάλι και να δουλέψει σκληρά. Να διασφαλίζει στην οικονομία βασικά δομικά εργαλεία, όπως η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, η σταθερότητα στο φορολογικό πλαίσιο και η σύμπνοια στις εργασιακές σχέσεις. Τέτοια εργαλεία δεν παρέχει το μνημόνιο.
Δεύτερο, χρειάζεται ευελιξία χειρισμών στην οικονομική πολιτική. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι η δανειακή σύμβαση στερεί κάθε ικμάδα απόκλισης από τους στόχους του προγράμματος. Ανά τρίμηνο αξιολογεί, υπολογίζει και επιβάλει νέα μέτρα.
Τρίτο, να δημιουργεί δυνατότητες ανάπτυξης, παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί αν οι παραγωγικές δυνατότητες της Οικονομίας μας, η μια μετά την άλλη καταστρέφονται, είτε με αποφάσεις της Ε.Ε., είτε λόγω των σκληρών ανταγωνιστικών πιέσεων που δεχόμαστε από άλλες χώρες.
Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά είμαστε έτοιμοι να αναζητήσουμε στην όποια λύση μας απαλλάσσει από το μνημόνιο. Θα χρειαστεί σκληρή, επίμονη δουλειά στη βάση σωστών πολιτικών και σχεδιασμών, αλλά προπάντων στράτευση της κοινωνίας πίσω από ένα πλαίσιο συνολικής ανασυγκρότησης που προϋποθέτει θυσίες. Όμως αυτές οι θυσίες θα είναι προς όφελος της Κύπρου και των Κυπρίων και κανενός άλλου. Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά της όποιας άλλης εναλλακτικής επιλογής.
Η μελέτη που απέστειλε το ΑΚΕΛ στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στα πολιτικά Κόμματα λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί σήμερα στην Οικονομία. Αναλύοντας ακριβώς το τι έχει συμβεί στις υπόλοιπες χώρες όπου έχουν εφαρμοστεί Μνημόνια, τι αναμένεται να συμβεί στην Κύπρο αλλά και πιο είναι το οικονομικό και το νομικό πλαίσιο της ίδιας της Ε.Ε. παρουσιάζει ως μια τέτοια εναλλακτική επιλογή την ανάγκη να υπάρξει συνολικός διάλογος με την Ε.Ε. ώστε στη βάση αρχών του διεθνούς δικαίου να υπάρξει συντεταγμένη έξοδος της χώρας από το ευρώ.
Θα πρέπει να σημειώσω εξαρχής ότι η μελέτη παρουσιάζει το γενικό πλαίσιο μιας τέτοια πρότασης αλλά και τα δεδομένα που επιβάλλουν την ανάληψη δράσης για απεγκλωβισμό από το μνημόνιο. Δεν επιδιώκουμε να παρουσιαστούμε ούτε ως ειδικοί, ούτε ως εμπειρογνώμονες για το πώς μπορεί η χώρα να υλοποιήσει μια τέτοια πρόταση βήμα προς βήμα. Οι κρισιμότητες των στιγμών απαιτούν ο καθένας να σέβεται το ρόλο του. Το ΑΚΕΛ ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη αναγνωρίζει ότι τέτοιου είδους αναλύσεις μπορούν να προκύψουν μετά από συνολική και σε βάθος προετοιμασία. Αυτό είναι ευθύνη της συντεταγμένης πολιτείας, του Κράτους, να βρει τους τρόπους για να το πράξει αλλά και να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις.
Πιστεύουμε ότι ιδιαίτερα νευραλγικός και σημαντικός είναι ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει τόσο η επιστημονική όσο και η τεχνοκρατική κοινότητα όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στο εξωτερικό. Άλλωστε μια τέτοια πρωτοβουλία, πέραν της διεθνούς διάστασης που λαμβάνει αποτελεί ιδιαίτερη διαδικασία που χρειάζεται συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση ώστε να περιορίσει τους κινδύνους που υπάρχουν. Το πιο βασικό όμως προαπαιτούμενο θα τολμούσα να πω είναι η βούληση της ίδιας της κοινωνίας. Ο ίδιος ο Λαός θα πρέπει να σταθεί αρωγός σε αυτή την προσπάθεια και να στηρίξει με την στάση του ένα τέτοιο εγχείρημα. Είναι γι΄αυτό το λόγο που ως ΑΚΕΛ προτείνουμε τη διεξαγωγή Δημοψηφίσματος για να τοποθετηθεί ο κυπριακός λαός και να συμμετέχει στην όλη προσπάθεια.
Αντιλαμβάνομαι ότι μια τέτοια πρόταση αντιμετωπίζεται ήδη από ορισμένους αφοριστικά και μηδενιστικά. Είναι λυπηρό γιατί αυτή την ώρα δεν πρέπει κανένας να εγκλωβίσει το μέλλον του λαού μας στις ιδεοληψίες, τα στεγανά και τα συνθήματα. Λέχθηκε δημοσίως πολλές φορές ότι «έξοδος από το ευρώ θα είναι καταστροφική και θα σημαίνει κατάρρευση». Θα πω μόνο το εξής. Οι αποφάσεις του Eurogroup της 15ης Μαρτίου και η συμφωνία της 25ης Μαρτίου έχουν δημιουργήσει νέα, πρωτοφανή δεδομένα για την Κυπριακή οικονομία που ομολογουμένως μας θέτουν ενώπιον ανάλογων κινδύνων.
Το επικίνδυνο και ανεύθυνο είναι να μην παρέχεται στη χώρα μας εναλλακτική διέξοδος. Επικίνδυνο και ανεύθυνο είναι να αυτοπεριοριζόμαστε και να αυτοεγκλωβιζόμαστε στη λογική της Τρόικας χωρίς να υπάρχει καν ένα Σχέδιο Β’. Τι θα γίνει αν κάποια στιγμή η Ευρωζώνη, μας υποχρεώσει να εγκαταλείψουμε το Ευρώ; Τι θα γίνει αν η Τρόικα απαιτήσει να έχει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των εσόδων από το φυσικό αέριο; Τι θα γίνει αν η κατάσταση στην Ευρωζώνη συνεχίσει να χειροτερεύει και ο κίνδυνος κατάρρευσής της γίνει ακόμα πιο ορατός; Σ’ αυτά, και άλλα ερωτήματα, δεν δίνεται καμία απάντηση όταν είμαστε εγκλωβισμένοι στη θέση ότι «άλλη διέξοδος δεν υπάρχει πλην της Τρόικας». Αυτός ο αυτοεγκλωβισμός, μας κάνει ευάλωτους και έρμαιο στους πολιτικούς σχεδιασμούς των κυρίαρχων κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ΑΚΕΛ πιστεύει ότι μια εναλλακτική πρόταση θα πρέπει να απασχολήσει την πολιτεία. Πρόταση που θα δίνει προοπτική και ελπίδα και θα βοηθά την οικονομία να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θεωρούμε ότι η πρόταση μας επιτυγχάνει αυτό το στόχο γιατί:
-Καταρχήν υπάρχει αποκατάσταση της οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας παρέχοντας σ’ αυτήν τα απαραίτητα εργαλεία οικονομικής πολιτικής για τον επανασχεδιασμό του οικονομικού μας μοντέλου. Η ανάκτηση της δυνατότητας εκτύπωσης εγχώριου νομίσματος και η επανάκτηση της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας, ξεφεύγοντας από το στενό κλοιό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δίνουν σημαντικό πλεονέκτημα στην άσκηση αυτόνομης νομισματικής πολιτικής.
-Νοείται όμως ότι η αυτονομία άσκησης οικονομικής πολιτικής από μόνη της δεν επιλύει τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας τα οποία, στο βαθμό που επέφεραν την κρίση χρέους και συνέβαλαν στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.
-Η οικονομία θα πρέπει να τύχει συνολικού επανασχεδιασμού και αναδιάρθρωσης με σαφείς κοινωνικούς και αναπτυξιακούς προσανατολισμούς για ένα νέο οικονομικό μοντέλο, ώστε να στηριχθούν οι εξαγωγές και η εγχώρια παραγωγή. Απαραίτητη είναι η ενίσχυση του δευτερογενούς και του πρωτογενούς τομέα και η αναδιάρθρωση του τριτογενούς τομέα.
-Θα υπάρξει σημαντική ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της οικονομίας μας διεθνώς δια της υποτίμησης του νομίσματος. Η συναλλαγματική υποτίμηση προσφέρει τη δυνατότητα ανάπτυξης των εξαγωγών της χώρας, την ανασύσταση κλάδων που παρουσίασαν κάμψη λόγω των φθηνότερων ευρωπαϊκών προϊόντων, ενώ δίνει ώθηση στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Κύπρο λόγω της μείωσης τους κόστους που θα επωμιστούν.
-Όπως αναπτύσσει και ο καθηγητής οικονομικών στο Stern School του New York University, Nouriel Roubini, η επιστροφή σε ρυθμούς ανάπτυξης προϋποθέτει επαναφορά της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η ανταγωνιστικότητα θα μπορούσε να βελτιωθεί μέσω (α) σημαντικής πτώσης του ευρώ πράγμα πολύ απίθανο όσο η αμερικανική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα και η Γερμανία παραμένει υπερανταγωνιστική (β) γρήγορης μείωσης στο μοναδιαίο κόστος εργασίας μέσω διαρθρωτικών αλλαγών, πράγμα επίσης απίθανο αφού η Γερμανία χρειάστηκε 10 χρόνια για να επαναφέρει την ανταγωνιστικότητα της με τον τρόπο αυτό και (γ) γρήγορης μείωσης στις τιμές και τους μισθούς δηλαδή με αυτό που αποκαλείται 'εσωτερική υποτίμηση', πράγμα που θα επέφερε τουλάχιστο μια πενταετία ύφεσης και δυσκολίας εξυπηρέτησης του χρέους.
-Τρίτο, όπως σημειώνεται και πιο πάνω, η έκδοση εγχώριου νομίσματος δίνει δυνατότητα επανασχεδιασμού της οικονομίας ώστε μέσω του χαμηλότερου κόστους και της εκτροπής εμπορίου να αναπτυχθούν και άλλοι τομείς της οικονομίας,
-Για την καταλυτική αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας, η Κύπρος χρειάζεται να αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές της με αιχμή του δόρατος τον τουρισμό που αποτελεί το 6% του ΑΕΠ. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί πιο εύκολα μέσω της υποτίμησης του νομίσματος μας. Με υποτιμημένο νόμισμα, τα τουριστικά πακέτα θα ήταν πολύ πιο ελκυστικά σε σύγκριση με τις υφιστάμενες τιμές και θα ενίσχυαν τις προσπάθειες οικονομικής ανάκαμψης.
-Το ίδιο θα ίσχυε και για τον κατασκευαστικό τομέα και τις οικοδομές, ειδικά τις παραθαλάσσιες κατοικίες οι οποίες αγοράζονται από ξένους που επενδύουν ή επιλέγουν την Κύπρο ως χώρα διαμονής τους.
-Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια ότι κατά τον ίδιο τρόπο που η συναλλαγματική υποτίμηση θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, θα οδηγήσει σε ανάλογες αυξήσεις στις τιμές των εισαγωγών με οδυνηρότερη την αύξηση στα καύσιμα και τις πρώτες ύλες. Όμως δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε δυο παράγοντες. Ότι μείωση θα συμβεί και με την εφαρμογή του μνημονίου. Αφενός η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα περιορίσει την κατανάλωση και κατ’ επέκταση και τις εισαγωγές. Με μειωμένο εισόδημα δεν θα μπορούν οι ίδιοι οι πολίτες να καταναλώνουν εισαγόμενα προϊόντα όπως προηγουμένως. Αφετέρου δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παραδοσιακά οι εισαγωγές έχουν στηριχθεί στην παροχή πίστωσης από τον τραπεζικό τομέα. Αυτές οι δυνατότητες είναι γνωστό ότι πλέον έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Πως λοιπόν θα μπορέσουμε να στηρίξουμε τις εισαγωγές μας εντός μνημονίου;
-Το επόμενο σημείο που θα ήθελα να θίξω είναι η δυνατότητα διαχείρισης του δημόσιου χρέους. Ακόμα και μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος η Κύπρος θα μπορούσε να παραμείνει στο ευρώ εάν με την παραμονή της θα απέφευγε τη σαρωτική συρρίκνωση της οικονομίας της. Χωρίς επιστροφή σε ρυθμούς ανάπτυξης η Κύπρος δεν έχει προοπτικές εξυπηρέτησης του χρέους της και επομένως η έξοδος από το ευρώ αποτελεί επιλογή. Και επειδή τίθεται το ερώτημα πως θα γίνει η αποπληρωμή του χρέους μας με δικό μας νόμισμα θέλω να σημειώσω τη διεθνή εμπειρία που υπάρχει στο θέμα.
-Η αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους είναι παράμετρος που θα πρέπει να εξεταστεί πολύ σοβαρά, κάτι άλλωστε που έγινε και στην περίπτωση της Ελλάδας. Όμως η έκδοση εγχώριου νομίσματος θα μπορέσει να δώσει ώθηση στις εγχώριες συναλλαγές.
-Τέλος θα επαναλάβω φορτικά το πολιτικό σκέλος της επιστροφής σε εγχώριο νόμισμα. Τα διλήμματα σε σχέση με το Κυπριακό και το Φυσικό Αέριο θα τεθούν ενώπιον μας το επόμενο διάστημα και η εξάρτηση από το μνημόνιο είναι ισχυρό εμπόδιο στην προσπάθεια εξυπηρέτησης των δικών μας στόχων που δεν είναι άλλοι από την επανένωση και την ευημερία του Τόπου μας.
Πιστεύουμε ότι το ζήτημα του φυσικού αερίου, αν συνεχίσει να τυγχάνει σωστής αντιμετώπισης, μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για λύση του Κυπριακού. Αντιθέτως, αν δεν το χειριστούμε σωστά μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές.
Η πολιτική που εφαρμόστηκε την τελευταία πενταετία δεν επέτρεψε στην Τουρκία να μπορέσει να αντιδράσει πέραν του πεδίου των φραστικών απειλών. Δόθηκαν αδειοδοτήσεις με πλήρη διαφάνεια, ήδη έγινε η πρώτη γεώτρηση και σύντομα έπεται συνέχεια ενώ τροχιοδρομήθηκαν και διεργασίες για την απαραίτητη υποδομή. Σε όλη αυτή τη διαδρομή έγιναν πολύ προσεκτικά και στοχευμένα βήματα.
Ορθώς δεν εμπλέξαμε το ζήτημα των υδρογονανθράκων στις διακοινοτικές συνομιλίες, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες της τουρκοκυπριακής πλευράς και μερίδας της διεθνούς κοινότητας. Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί με τον Ταλάτ που σε περίπτωση λύσης θα αποβούν εξαιρετικά υποβοηθητικές αναφορικά με τη ρύθμιση για το φυσικό αέριο. Και αυτό επειδή στο κεφάλαιο για τη Διακυβέρνηση, και ειδικότερα στο υποκεφάλαιο για τις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες, όλες ανεξαιρέτως οι θαλάσσιες ζώνες (αιγιαλίτιδα ζώνη, εφαπτόμενη ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα) καθορίζονται ως αρμοδιότητες της ομοσπονδίας και όχι των ομόσπονδων μονάδων. Ακόμη και η αρμοδιότητα για καθορισμό των γραμμών βάσης από τις οποίες ξεκινά ο υπολογισμός των αποστάσεων έχει καθοριστεί ως ομοσπονδιακή. Επιπροσθέτως, έχει καθοριστεί ως ομοσπονδιακή αρμοδιότητα η οριοθέτηση με γειτονικά κράτη και η επίλυση διαφορών, όλα σύμφωνα με τη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Σημειώνουμε ότι η πιο πάνω σύγκλιση συνιστά σημαντική βελτίωση σε σχέση με όλα τα προηγούμενα σχέδια του ΟΗΕ. Αρκεί να αναφερθεί ότι για πρώτη φορά εισάγεται η ΑΟΖ και μάλιστα ως ομοσπονδιακή αρμοδιότητα.
Ο καθορισμός των θαλάσσιων ζωνών ήταν το ένα ζήτημα, που σε περίπτωση λύσης αφορά το πώς θα ρυθμίζεται το ζήτημα του φυσικού αερίου. Υπάρχουν ακόμα δύο σχετικά θέματα: Στις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες περιλαμβάνονται οι φυσικοί πόροι (συνεπώς και το φυσικό αέριο) ενώ στο κεφάλαιο της Οικονομίας επιτεύχθηκε σύγκλιση όσον αφορά την κατανομή των ομοσπονδιακών εσόδων, στα οποία ασφαλώς θα περιλαμβάνονται και τα έσοδα από το φυσικό αέριο. Όλα αυτά δεν πρέπει να χαθούν γιατί συνιστούν μια στέρεη βάση αναφορικά με τους υδρογονάνθρακες σε περίπτωση λύσης.
Πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι ο Έρογλου, με πρόσχημα την άρνηση μας να συζητήσουμε την απαράδεκτη πρόταση που επιχείρησε να θέσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων για άμεση συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίου, προχώρησε σε «συμφωνία οριοθέτησης» με την Τουρκία θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση όσα είχαν συμφωνηθεί με τον Ταλάτ όπως περιγράφονται πιο πάνω.
Ενώ το φυσικό αέριο μπορεί υπό προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως κίνητρο για λύση του Κυπριακού, η βαθιά οικονομική εξάρτηση στην οποία έχουμε εμπλακεί ασφαλώς δημιουργεί αυξημένους κινδύνους επιβολής απαράδεκτης λύσης, κάτι που πρέπει να μας καθιστά ιδιαίτερα προσεκτικούς αλλά δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει από το διαχρονικό στόχο της λύσης του πολιτικού μας προβλήματος.
Διαφαίνεται ένα σενάριο κλεισίματος του Κυπριακού με συνοπτικές διαδικασίες και διοχέτευσης του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Έτσι εξηγείται τόσο η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ όσο και επίλυσης του Κουρδικού. Η επίσκεψη Ομπάμα στο Ισραήλ και οι δύο επισκέψεις του Αμερικανού ΥΠΕΞ στην Άγκυρα μέσα σε ένα μόνο μήνα ενισχύουν αυτά τα σενάρια.
Με δεδομένο ότι εμείς αφενός δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού και αφετέρου ότι δεν μπορούμε και να υποτιμούμε τις πιο πάνω μεθοδεύσεις, ο προβληματισμός για το πώς πρέπει να αντιδράσουμε είναι εξαιρετικά επίκαιρος. Δεν νομίζουμε να αμφιβάλλει κανείς ότι η κατάσταση έχει διαφοροποιηθεί σε βάρος μας. Ως εκ τούτου η νέα προσπάθεια, που θα αρχίσει μάλλον αρχές του Φθινοπώρου, πρέπει να μας βρει έτοιμους.
Επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε να διαφυλαχθεί η βάση της διαπραγμάτευσης και το κεκτημένο των συνομιλιών. Η επιδίωξη Έρογλου για απαλλαγή από τις συγκλίσεις δεν είναι καθόλου τυχαία. Αν συγκατανεύσουμε σε κάτι τέτοιο, τότε η εξ υπαρχής διαπραγμάτευση, έχοντας πάντα υπόψη ότι τα δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί σε βάρος μας, θα οδηγήσει όχι σε καλύτερες, αλλά σε πολύ χειρότερες ρυθμίσεις από αυτές που είχαν γίνει. Επιπλέον, σε μια τέτοια περίπτωση θα κινδυνεύουμε να χάσουμε τη στήριξη που έχουμε με αποτέλεσμα τη μεθόδευση επίρριψης ευθυνών στην πλευρά μας, κάτι που μέχρι σήμερα δεν κατάφεραν οι όποιοι καλοθελητές.
Συνεπώς, οποιαδήποτε προσέγγιση που θα βασιζόταν σε εξ υπαρχής διαπραγμάτευση στο όνομα της διασφάλισης καλύτερης λύσης θα συνιστούσε επικίνδυνο ευσεβοποθισμό και θα διευκόλυνε τα σχέδια επιβολής απαράδεκτης λύσης με συνοπτικές διαδικασίες.
Βέβαια αναλύοντας το πλαίσιο εξόδου από το ευρώ αναγνωρίζουμε ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί οργανωμένη διαδικασία. Οργανωμένη ως προς τις διαδικασίες μετάβασης, οργανωμένη σε σχέση με τις σχέσεις μας με την Ε.Ε. αλλά κυρίως συντεταγμένη ως προς το πλαίσιο εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων μας. Χρειάζεται ο καταρτισμός ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού μετάβασης που να λαμβάνει υπόψη τις νομισματικές αλλά και τις συναλλαγματικές προκλήσεις και να περιορίζει τους κινδύνους που θα υπάρξουν.
Σε αυτό πλαίσιο θα πρέπει να αναζητηθούν συμμαχίες τόσο εντός όσο και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια τέτοια διαδικασία άλλωστε δεν μπορεί να προχωρήσει αν τουλάχιστον για το πρώτο διάστημα δεν υπάρχει η διεθνής στήριξη σε θέματα ενίσχυσης των εισαγωγών αλλά και υποστήριξης του νέου νομίσματος.
Προτού ολοκληρώσω την ανάλυση για την προοπτική εξόδου από το ευρώ θέλω να σημειώσω μια μόνιμη διαστρέβλωση που επιχειρείται σε σχέση με τη σύνδεση της εξόδου από το Ευρώ και της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία νομική σύνδεση των δυο στη Συνθήκη Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η πιθανότητα είναι ένα εξόχως πολιτικό ζήτημα, και ο καθορισμός εκ των προτέρων της τελικής κατάληξης του δεν νομίζω ότι είναι ούτε ωφέλιμος ούτε ορθός.
Κατά το παρελθόν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιδείξει μηδενική ανοχή σε θέματα διαφορετικής ερμηνείας των Συνθηκών εκεί και όπου οι επιδιωκόμενες – αμφιλεγόμενες πράξεις δεν εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της. Πολύ περισσότερο όμως έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία και προθυμία ευελιξίας κάθε φορά που ήθελε να λάβει πολιτικές αποφάσεις που δεν καθορίζονταν ξεκάθαρα στις Συνθήκες. Σε τέτοιες περιπτώσεις εύρισκε τις νομικές ερμηνείες και μεθόδους που της επέτρεπαν να προχωρήσει με πολιτικές αποφάσεις. Είναι για αυτό που η απόλυτη σύνδεση των δυο δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε το Διεθνές Δίκαιο. Αν και υπάρχει η ερμηνεία που λέει ότι η Κύπρος είναι δεσμευμένη από το γεγονός ότι υπογράφοντας τη Συνθήκη Προσχώρησης ανέλαβε και την υποχρέωση να εισέλθει και στο Ευρώ, η πρόνοια αυτή από άποψης Διεθνούς Δικαίου, που υπερέχει του Ευρωπαϊκού, αποτελεί παραβίαση της κυριαρχικής ισότητας των κρατών – ενός αναγκαστικού κανόνα του Διεθνούς Δικαίου. Δεν μπορεί για κάποια ευρωπαϊκά κράτη να ισχύει κάτι και για κάποια άλλα να μην ισχύει το αντίστοιχο. Αν κάποια κράτη έχουν το δικαίωμα να παραμένουν εκτός ευρώ και εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης τότε τέτοιο δικαίωμα πρέπει να το έχουν όλα τα κράτη.
Επιδιώξαμε να προβούμε σε σφαιρική παρουσίαση όλων των ζητημάτων που αφορούν την πρόταση που καταθέσαμε. Πιστεύουμε ότι αυτή μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας διαδικασίας αναζήτησης εναλλακτικών επιλογών. Επαναλαμβάνουμε όμως ότι είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε και να συζητήσουμε όποια άλλη πρόταση θα κατατεθεί σε αυτό το διάλογο και μας οδηγεί σε απεγκλωβισμό από το μνημόνιο. Θέλουμε να προχωρήσει ο διάλογος μεταξύ της Κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων ώστε τελικώς να διαμορφωθεί πρόταση εξόδου.
Μοναδικός μας γνώμονας ήταν και παραμένει πάντοτε η υπεράσπιση των συμφερόντων του λαού και της Κύπρου.
Στη μελέτη του ΑΚΕΛ συνέβαλε ομάδα πέραν των είκοσι ατόμων, ορισμένοι από τους οποίους είναι οι εξής:
Χαίνερ Φλασπεγκ (Heiner Flassbeck): Πρώην Διευθυντής του Τμήματος Παγκοσμιοποίησης και Αναπτυξιακής Στρατηγικής της UNCTAD (United Nations Conference on Trade and Development) - Πρώην Υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας
Κώστας Λαπαβίτσας, Καθηγητής Οικονομικών, SOAS – Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
Ζακ Σαπίρ (Jacques Sapir), Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Υπήρξε Διευθυντής Σπουδών της Σχολής Κοινωνικών Σπουδών του Παρισιού - Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS)
Χοακίν Αριόλα Παλομάρες (Joaquín Arriola Palomares), Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Βάσκων
Κώστας Γουλιάμος, Αντιπρύτανης Ερευνών και Διεθνών Σχέσεων, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Πάμπος Παπαγεωργίου, Ερευνητής Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Τουμάζος Τσιελεπής, Διεθνολόγος
Χάρης Πολυκάρπου, Οικονομολόγος
Πόλα Κυπριανίδου, Οικονομολόγος- Chartered Accountant
Νέαρχος Ιωάννου, Οικονομολόγος