Από την Εποχή του Χαλκού η γεωγραφική θέση της Κύπρου είχε τεράστια σημασία. Η δυνατότητα μιας αυτοκρατορίας να διαθέτει ένα σταθερό, φιλικό λιμάνι ενώ διέσχιζε τη Μεσόγειο, ιδιαίτερα με τη γεωγραφική θέση της Κύπρου κοντά στην κοιτίδα του πολιτισμού και στο σταυροδρόμι των μεγάλων αυτοκρατοριών, ήταν ανεκτίμητη. Κάθε αυτοκρατορία που επιδίωκε να ασκεί επιρροή ή έλεγχο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής «έπρεπε» να κατέχει την Κύπρο, για να μπορεί να εξοπλίζεται, να σταθμεύει τα στρατεύματά της και να ελέγχει το εμπόριο. Έτσι, από τότε η Κύπρος έγινε αντικείμενο επιθυμίας για τις μεγάλες αυτοκρατορίες, εξαιτίας της γεωστρατηγικής θέσης της.
Ιστορική Αναδρομή
Τον 19ο αιώνα, στα γεννοφάσκια της ιμπεριαλιστικής εποχής, οι Βρετανοί άρχισαν να στρέφουν το ενδιαφέρον τους ξανά προς τη Μέση Ανατολή. Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές είχαν αρχίσει να αξιολογούν τη θέση της Κύπρου ως ζωτικής σημασίας για την αυτοκρατορία, επειδή παρείχε πρόσβαση τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στη Δυτική Ασία μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.
«Η προσάρτηση της Κύπρου... ήταν ζωτικής σημασίας για τα ανατολικά συμφέροντα της Βρετανίας, ιδίως για την προστασία της διαδρομής προς την Ινδία.»
— Τζον Ρένταγουεϊ (Βρετανός Αξιωματούχος και Ιστορικός)
Το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου, μετά την ήττα της Ρωσίας στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ξαναμοιράζουν τον κόσμο για να περιορίσουν τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια. Σε αυτό το μοίρασμα, η Βρετανία βρήκε την ευκαιρία να «κερδίσει» από τους Οθωμανούς την κυριαρχία της Κύπρου. Έτσι, μέσα σε μία «νύχτα», η Κύπρος περνά από χέρι σε χέρι σαν να είναι εμπόρευμα.
Η Κύπρος για τους Βρετανούς
Η Κύπρος δεν ήταν μια συνηθισμένη αποικία για τους Βρετανούς. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, διαδραμάτιζε κρίσιμο ρόλο για την αυτοκρατορία. Όπως πολλές αυτοκρατορίες πριν από αυτούς, οι Βρετανοί επιδίωκαν να αξιοποιήσουν τη γεωστρατηγική της θέση στο «νέο κόσμο» των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Ωστόσο, η συνεχής αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα από τους κατοίκους, επιβεβαίωσε την ανάγκη τους να διατηρήσουν τη θέση τους στο νησί, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
«Η Κύπρος δεν αξίζει δεκάρα για εμάς στο παρόν ή στο μέλλον, εκτός αν είμαστε προετοιμασμένοι να την αναπτύξουμε ως ισχυρή ναυτική βάση.»
— Σερ Γκάρνετ Γούλσλεϊ (Πρώτος Βρετανός Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου - 1879)
Αν οι Βρετανοί έχαναν την Κύπρο, θα μειωνόταν η επιρροή τους, καθώς και η στρατιωτική τους δυνατότητα να επέμβουν στην περιοχή μέσω του νησιού. Έτσι, από το 1954, ξεκίνησαν την κατασκευή στρατιωτικών βάσεων σε Ακρωτήρι, Δεκέλεια και Τρόοδος.
Οι στρατιωτικές δυνατότητες των Βάσεων
Με τη «Συνθήκη Εγκαθίδρυσης» της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Βρετανοί διασφάλισαν ότι η παρουσία τους στο νησί θα διαρκέσει ακόμη και μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου. Σύμφωνα με αυτή, απέκτησαν τις λεγόμενες «κυρίαρχες Βρετανικές βάσεις», οι οποίες εκτείνονται σε 254 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ήτοι το 3% της συνολικής έκτασης της Κύπρου.
Η βάση της Δεκέλειας χρησιμοποιείται κυρίως για στρατηγικούς και διοικητικούς σκοπούς. Παρέχει υποστήριξη σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και εκπαίδευση και στήριξη στρατευμάτων. Έχει στρατηγική σημασία στον τομέα των πληροφοριών σημάτων (SIGINT), φιλοξενώντας εγκαταστάσεις παρακολούθησης και επικοινωνιών που υποκλέπτουν και αναλύουν ηλεκτρονικές επικοινωνίες από την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Η Βάση έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ως βάση ανεφοδιασμού και μετακινήσεων στρατευμάτων προς και από περιοχές συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Ο Σταθμός Παρακολούθησης του Τροόδους, ο οποίος φιλοξενεί επίσης το σύστημα SIGINT, μπορεί λόγω του υψομέτρου και της γεωγραφίας του, να καλύψει μια ακτίνα μέχρι και τη Ρωσία.
Από την αεροπορική βάση του Ακρωτηρίου παρέχεται υποστήριξη για στρατιωτικές επιχειρήσεις και αποστολές της RAF (Βασιλική Αεροπορία). Μέσω του Ακρωτηρίου, οι Βρετανοί έχουν αναπτύξει και συνεχίζουν να αναπτύσσουν υποδομές που τους επιτρέπουν να διεξάγουν αεροπορικές επιχειρήσεις αναγνώρισης και κατασκοπείας με τα διαθέσιμα αεροσκάφη τους. Το Ακρωτήρι έχει χρησιμοποιηθεί από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα σε δεκάδες στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως η κρίση του Σουέζ, ο Πόλεμος του Κόλπου, οι επιχειρήσεις στο Ιράκ, η Επιχείρηση Shader στη Συρία και ο διαμελισμός της Λιβύης. Ακόμη και τώρα, με τη γενοκτονία στη Γάζα να είναι σε εξέλιξη, διάφορες διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι στρατιωτικά αεροσκάφη με προσωπικό και πολεμικά εφόδια υποστηρίζουν το Ισραήλ στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, πάντα με την καθοδήγηση του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το αντιιμπεριαλιστικό μας καθήκον
Η παρουσία των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση της παραβίασης της εδαφικής κυριαρχίας μας, της αποικιοκρατικής κληρονομιάς που μας έχει επιβληθεί και της ακούσιας εμπλοκής μας σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που θέτουν σε κίνδυνο το έδαφος και τον λαό μας.
Οι βάσεις, ως παρωχημένα κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, συνεχίζουν να υπονομεύουν την ανεξαρτησία της χώρας μας και να δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή μας. Έχουν μετατραπεί σε ορμητήρια για πολέμους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, καταδικάζοντας τους λαούς της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου σε θάνατο και καταστροφή.
Ως ΕΔΟΝ, μαζί με το Λαϊκό Κίνημα, συμμετέχουμε σε διάφορες αντιπολεμικές πορείες και διαμαρτυρίες έξω από τις βρετανικές βάσεις. Είναι καθήκον μας να αγωνιστούμε για την απομάκρυνση τους, για μια Κύπρο ελεύθερη, αποστρατιωτικοποιημένη και κυρίαρχη, μακριά από τα δίκτυα των ιμπεριαλιστών.
Χρίστος Χαττάπ
Συντακτική Επιτροπή «ν»