«Η προ τινός καιρού συγκροτηθείσα εν τη Αρχιεπισκοπή συνέλευσις των αντιπροσώπων διαφόρων σωματείων της Λευκωσίας προς συζήτησιν των καταλληλότερων μέτρων για την αντιμετώπισιν των εν Κύπρω κομμουνιστών ενεργειών κατέληξε εις την απόφασιν όπως απευθύνη έκκλησιν προς τους καταστηματάρχας, εργοστασιάρχας, τεχνίτας, εργολάβους, επιστήμονας, διδασκάλους, εκκλησιαστικά σωματεία, σχολικάς επιτροπάς, δημαρχεία κτλπ. Εις την οποίαν τονίζονται τα ακόλουθα: Καλούνται πάντες οι δυνάμενοι όπως εργασθούν προς βελτίωσιν της θέσεων του εργάτου. Να μη προσλαμβάνονται υπό ατόμων και σωματείων κομμουνισταί τεχνίται και εργάται. Να καταγγέλλωνται υπό των γονέων οι κομμουνισταί διδάσκαλοι εις το Γραφείον της Παιδείας και τον Αρχιεπίσκοπον και να αποσύρονται των σχολείων οι μαθηταί μέχρις ότου επιτευχθή η απομάκρυνσις των κομμουνιστών διδασκάλων. Να αποτρέπωνται οι εκ των χωρίων ερχόμενοι εις τας πόλεις προς εκμάθησιν της τέχνης νεαροί από του να έρχωνται εις επικοινωνίας με άτομα προσβεβλημένα από το μικρόβιον του κομμουνισμού»
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (1930)
Για να μπορέσουμε να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους η Εκκλησία της Κύπρου διαδραμάτιζε και διαδραματίζει μέχρι και σήμερα ρόλο στην πολιτική ζωή της Κύπρου αλλά και να αποκτήσουμε ολοκληρωμένη εικόνα για τις διαχρονικές σχέσεις του ΑΚΕΛ με την Εκκλησία θα έπρεπε να προβούμε σε πολύ πιο εκτενή ανάλυση κάτι που μας περιορίζει το συγκεκριμένο άρθρο.
Εκείνο που μπορούμε να πούμε εν συντομία είναι πως η οικονομική δύναμη της Εκκλησίας και η άμεση σύνδεση της με τις προνομιούχες τάξεις της Κύπρου την κατέστησαν πολιτική δύναμη στον τόπο μας αντιπροσωπεύοντας τη δεξιά και το βαθύ συντηρητισμό. Είναι γι’ αυτό που από την ίδρυση του ΚΚΚ, η Εκκλησία εξαπόλυσε τεράστια έως και λυσσαλέα επίθεση εναντίον του, φτάνοντας σε σημείο να καλέσει την αποικιοκρατικό καθεστώς να το χτυπήσει. Στον αντίποδα, το ΑΚΕΛ ποτέ δεν πολέμησε την Εκκλησία, ούτε ως θρησκεία και ούτε ως θεσμό.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1948 η Ιερά Σύνοδος προχώρησε στην σύσταση Εθνικού Συμβουλίου, το οποίο απαρτιζόταν από κόμματα της δεξιάς αποκλείοντας από αυτό το ΑΚΕΛ. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου η Εκκλησία τροποποιεί τον καταστατικό χάρτη της απαγορεύοντας κάθε συνεργασία με τις λαϊκές οργανώσεις και το ΑΚΕΛ, υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε συνεργασία θα ισοδυναμούσε με εθνική προδοσία! Μάλιστα με ανακοίνωση τις στις 7 Απριλίου 1949 επαναλαμβάνει «… πάσα μετ’αυτού», των Κομμουνιστών, «συνεργασία εν Κύπρω υπό οποιανδήποτε μορφήν και εις οποιανδήποτε περίπτωσιν, αποτελεί σοβαρώτατον παράπτωμα, ισοδυναμούν προς εθνικήν προδοσίαν και ως τοιούτο θα τυγχάνη της ανεπιφυλακτού αποδοκιμασίας της εθναρχίας Κύπρου και θα στηγματίζεται υπ’αυτης…»1 . Παράλληλα το 1948 με εγκύκλιο της η εκκλησία και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ καταδικάζουν τους μεγάλους απεργιακούς αγώνες του 1948.
Παρόμοια αντιμετώπιση μπορεί να εντοπιστεί σε όλες τις γωνιές της Κύπρου. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα όπου απαγόρευαν την είσοδο σε ομάδες του Λαϊκού κινήματος σε γήπεδα και κτήρια που κατείχε η εκκλησία. Αυτό ήταν και το εναρκτήριο λάκτισμα για πολλούς μορφωτικούς συλλόγους να προχωρήσουν στην απόκτηση δικών τους κτηρίων και γηπέδων.
Από την άλλη το ΑΚΕΛ και οι λαϊκές οργανώσεις του επεδίωκαν κάθε δυνατή συνεργασία και κοινή δράση ολόκληρου του Κυπριακού Λαού στον αντιαποικιακό αγώνα, βάζοντας προφανώς πάνω από όλα τα συμφέροντα του λαού και της Κύπρου. Παράδειγμα αποτελεί η πρόταση προς την Εκκλησία για κοινό υπόμνημα προς την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και κοινή εθνική αποστολή στη σύνοδο του Οργανισμού, καθώς και τη διοργάνωση κοινού παγκύπριου συλλαλητηρίου στη Λευκωσία. Την 1η Οκτωβρίου του 1949 η Εκκλησία έδωσε την αρνητική απάντηση της στην πιο πάνω πρόταση. Ως εκ τούτου το ΑΚΕΛ προχώρησε στη συλλογή υπογραφών με το ιστορικό υπόμνημα «Κατηγορώ του κυπριακού λαού ενάντια στο βρετανικό ιμπεριαλισμό». Μέσα από την πίεση που δημιούργησε η κινητοποίηση του ΑΚΕΛ οδηγήθηκε η Εθναρχία στις 15 Ιανουαρίου 1950 στην διενέργεια δημοψηφίσματος. Το ΑΚΕΛ βάζοντας ξανά το συμφέρον της Κύπρου και την ενότητα του λαού διέκοψε τις διεργασίες για την συλλογή υπογραφών για το δικό του υπόμνημα και κάλεσε σε μαχητική υποστήριξη του δημοψηφίσματος της εκκλησίας. Τη συμμετοχή τους στο δημοψήφισμα υποστήριξαν και οι υπόλοιπες οργανώσεις του λαϊκού κινήματος η ΠΕΟ, η ΑΟΝ και η ΕΑΚ.
Τον Οκτώβριο του 1950 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος και συνάμα και ως ο τελευταίος εθνάρχης των Ελληνοκυπρίων ο Μακάριος Γ΄. Ο Μακάριος Γ΄ αν και ήταν δηλωμένος αντικομμουνιστής (πχ. Το 1952 πραγματοποίησε την Α’ Εθνοσυνέλευση αποκλείοντας το ΑΚΕΛ) και θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως πολιτικό της αστικής τάξης κατάφερε στην πορεία της ιστορίας να διατηρήσει διαφορετική στάση τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο και έναντι των ξενόδουλων τότε ελληνικών κυβερνήσεων. Παράλληλα μέσα από την δική του εμπειρία συνειδητοποίησε τον πραγματικό ρόλο του ΝΑΤΟ και του ιμπεριαλισμού. Απέρριψε την διπλή ένωση, απέρριψε την ΝΑΤΟποίηση και στάθηκε απέναντι στο χουντικό – εοκαβήτικο φασισμό. Αντιλήφθηκε και ο ίδιος, αλλά αποδείχθηκε εμπειρικά πως η μοναδική συνεπής δύναμη που τον στήριξε, παρά τις τεράστιες ιδεολογικές διαφορές, ήταν το ΑΚΕΛ. Γιατί στο πρόσωπο του το ΑΚΕΛ στήριζε την Κυπριακή Δημοκρατία και την ανεξαρτησία του λαού μας.
Αξιοσημείωτο γεγονός:
Οι ΑΚΕΛιστές την 16η Ιουνίου του 1943 δήλωσαν πατριωτικό παρών για τη συντριβή του χιτλεροφασισμού. Την 28η Ιουνίου οι εθελοντές μαζεύτηκαν στον Δημόσιο Κήπο στη Λεμεσό και ακολούθως με παρέλαση οδηγήθηκαν στο Ριάλτο για την πραγματοποίηση εκδήλωσης για τον αποχαιρετισμό τους. Ο τότε Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος (τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου) συμμετείχε στην εκδήλωση, στην οποία απηύθυνε χαιρετισμό λέγοντας πως επιτελούν «πατριωτικότατο έργο» ενώ επιπλέον διεξήχθη και αγιασμός!
Το ΑΚΕΛ ως συνεπές μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα, κατανοώντας και αναλύοντας ορθά τα ζητήματα και τις συνθήκες της Κύπρου, κατάφερε μέσα από τη στάση του και την πολύμορφη δράση του να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού. Μακριά από δογματισμούς και απόλυτους αφορισμούς, με την ανάπτυξη της πολιτικής της ενότητας του λαού, κοιτώντας αγνά και μόνο τα συμφέροντα του τόπου και του λαού μας, ενέπνευσε και εμπνέει μέχρι και ιερωμένους που το ακολούθησαν καθ’ όλη της διάρκεια της ζωή τους. Ο σεβασμός στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και στα πιστεύω του καθενός από το ΑΚΕΛ πρέπει να θεωρείται δεδομένος τόσο από τον σχεδόν ένα αιώνα ζωής όσο και από τις καθημερινές - σημερινές του πράξεις και θέσεις.
Αλέξανδρος Γερολατσίτης
Μέλος Κεντρικής Γραμματείας ΕΔΟΝ
Παραπομπές
- Π. Παπαδημήτρη Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου 1979-1978 περίοδος 1946-1954 Τ.Α’ πρώτη έκδοση 1979-90 σ. 191