Έχουμε μπει εδώ και βδομάδες στην -ολοένα και πιο μακρά- εορταστική περίοδο η οποία μεταξύ πολλών άλλων, αποτελεί την κατ’ εξοχή περίοδο του -ακράτου σε πολλές περιπτώσεις- καταναλωτισμού που κορυφώνεται από την εδραιωμένη πλέoν ‘’Black Friday’’ μέχρι και τις ετήσιες εκπτώσεις μετά την πρωτοχρονιά.
Μια από τις λέξεις που κατά κόρον χρησιμοποιείται ειδικά αυτή την περίοδο, είναι αυτή των αναγκών η οποία «υποφέρει» και «ξεχειλώνεται» σε ευφάνταστες, χρυσοπληρωμένες διαφημιστικές καμπάνιες που υπόσχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να καλύψουν τις ανάγκες των καταναλωτών.
Ως εκ τούτου, δεν θα υπήρχε καλύτερη περίοδος να αγγίξουμε και εμείς ως «Νεολαία» το βασανισμένο ζήτημα των αναγκών σε μια προσπάθεια έστω και ακροθιγώς να αναλύσουμε κάποιες από τις βασικές και σχετικά άγνωστες πτυχές της ταξικής θεωρία αναγκών.
Ανάγκες και αγαθά.
Η ανάγκη είναι μια έννοια που δεν μπορεί να εξεταστεί χωρίς την αντιδιαστολή και σύνδεση της με τα αγαθά ή τις αντικειμενικές δραστηριότητες που την ικανοποιούν. Μια ανάγκη υπάρχει μόνο αν και εφόσον υπάρχει το αντίστοιχο αγαθό που την ικανοποιεί. Παραδείγματος χάριν, κανένας στην εποχή των σπηλαίων δεν είχε ανάγκη για θέατρο, κανένας στο μεσαίωνα δεν είχε ανάγκη για αεροπορική μετακίνηση, κάνεις στον 17ο αιώνα δεν είχε ανάγκη για συνδρομητική τηλεόραση κ.ο.κ. Βέβαια, οι αντίστοιχες γενικές ανάγκες μετακίνησης και ψυχαγωγία υπήρχαν, αλλά μόνο σε συνάρτηση με τον κοινωνικά καθορισμένο τρόπο ικανοποίησης τους. Αντίστοιχα, σήμερα δεν έχουμε ανάγκες οι οποίες θα προκύψουν στον μέλλον και κάποιες από αυτές θα αναχθούν ως απαραίτητες ανάγκες για τους ανθρώπους μελλοντικών γενιών.
Τόσο οι ανάγκες όσο και τα μέσα ικανοποίησης τους δεν είναι σταθερά αλλά αλλάζουν διαρκώς με βάση τις παραγωγικές ικανότητες μια κοινωνίας. Η ανάγκη προκύπτει ταυτόχρονα και ως συνέπεια την εμφάνισης των υλικών όρων ικανοποίηση της.
Αγαθά και εμπορεύματα.
Ένα εμπόρευμα εξ’ ορισμού καλύπτει μια ανάγκη, δηλαδή προϋπόθεση για να υπάρξει ένα εμπόρευμα είναι να έχει «αξία χρήσης» δηλαδή να φέρει την υλική αξιοποίηση, την πρακτική χρησιμότητα που προσφέρει στον αγοραστή του, αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε οικεία χρήση.[1] Με άλλα λόγια ,ένα αγαθό μπορεί να είναι εμπόρευμα μόνο αν κάποιος στην αγορά το χρειάζεται για να καλύψει μια ανάγκη και ως εκ τούτου να είναι διατεθειμένος να καταβάλει την ανταλλακτική αξία που αναλογεί στο εμπόρευμα για να το αποκτήσει. Συνεπώς, οι ανάγκες και τα αντίστοιχα εμπορεύματα που τις καλύπτουν συνυπάρχουν και αλληλο-προυποτείθενται σε μια διαλεκτική σύνδεση.
Όμως οι ανάγκες δεν καλύπτονται μόνο από εμπορεύματα. Ανάγκες μπορούν να καλυφθούν και από αγαθά που έχουν αξία χρήσης αλλά δεν είναι εμπορεύματα καθώς δεν παράγονται με σκοπό να πωληθούν. Τέτοια αγαθά μπορεί να προέρχονται για παράδειγμα από την ιδιοκαλλιέργεια μικρών εκτάσεων γης που ανήκουν στην εργατική τάξη και οι οποίες αξιοποιούνται για την παραγωγή μικρής ποσότητας αγαθών εκτός κεφαλαιοκρατικής παραγωγής που προορίζονται για ιδιοκατανάλωση και όχι για πώληση. Αυτή η μορφή αξιών χρήσης τείνει ολοένα να μειώνεται όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, καθώς η αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας και η συνεπακόλουθη μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου παραγωγής των αγαθών, τείνει ολοένα να μετατρέψει σε οικονομικά μη συμφέρουσες τέτοιες μη εμπορευματικές δραστηριότητες.
Μια άλλη ομάδα αγαθών που εντάσσεται στα αγαθά εκτός κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και επίσης επηρεάζει το επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης είναι τα αγαθά που δεν παράγονται από τον άνθρωπο, όπως για παράδειγμα ο αέρας που αναπνέουμε και καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τόσο την ποιότητα όσο και το προσδόκιμο ζωής. Ακόμα και τέτοια αγαθά που συναντώνται στην φύση χωρίς να χρειάζεται η παρέμβαση της ανθρώπινης εργασίας, έχουν έμμεσο κοινωνικό προσδιορισμό καθώς η ποιότητα του αέρα συνδέεται με την κοινωνική-παραγωγική δραστηριότητα ενώ την ίδια ώρα η επιλογή τόπου κατοικίας είναι συνάρτηση της οικονομική κατάστασης του κάθε ανθρώπου. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Νότιας Ασίας ,στην οποία ζει περίπου το 1/4 του παγκόσμιου πληθυσμού, η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι τόσο υψηλή με αποτέλεσμα σε μερικές πόλεις όπως το Νέο Δελχί της Ινδίας οι άνθρωποι να μπορούσαν να ζήσουν μέχρι και 10 χρόνια περισσότερα αν η ατμοσφαιρική ρύπανση μειωνόταν σε 10 µg/m³ όπως υποδεικνύει ο Παγκόσμια Οργανισμός Υγείας.[2] Η εγκατάλειψη τέτοιων περιοχών κακής και επιβλαβούς ποιότητας ζωής μπορεί να είναι επιλογή μόνο για μια οικονομικά εύρωστη μειοψηφία αυτών των κοινωνιών.
Φυσικές και κοινωνικές ανάγκες
Μια κλασική διάκριση στην θεωρία αναγκών είναι η διάκριση μεταξύ φυσικών και κοινωνικών αναγκών. Αυτή την διάκριση μπορούμε και είναι χρήσιμο να την δεχθούμε και να την αξιοποιήσουμε μόνο σε ένα ορισμένο επίπεδο αφαίρεσης. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη που να είναι αποκλειστικά φυσική ή αποκλειστικά κοινωνική. Κάθε κοινωνική ανάγκη αφού ικανοποιηθεί επηρεάζει και βιολογικές παραμέτρους του ανθρώπου ενώ κάθε φυσική ανάγκη δεν είναι εξ ολοκλήρου βιολογική καθώς ο τρόπος ικανοποίησης της προσδίδει έναν κοινωνικά καθορισμένο χαρακτήρα.[3]
Ακόμα και η πιο βασική βιολογική ανάγκη ικανοποιείται με βάση εμπορεύματα ή συνθήκες που καθορίζονται έμμεσα ή άμεσα από την ίδια την κοινωνία και ικανοποιούνται στην ποσότητα και την ποιότητα την οποία επιτρέπουν και επιβάλουν οι κοινωνικό-οικονομικοί νόμοι. Αντίστοιχα, η κάλυψη ακόμα και της πιο προωθημένη κοινωνικής ανάγκης αλληλοεπιδρά με το σώμα και το μυαλό του ανθρώπου και πυροδοτεί βιολογικές διεργασίες που προκαλούν διάφορα αισθήματα.
Το σημαντικό στην αφαιρετική διάκριση μεταξύ φυσικών-κοινωνικών είναι η διαπίστωση -που είχε ξεφύγει ακόμα και από τον νεαρό Μαρξ ο οποίος ήρθε στα ώριμα του έργα να το διορθώσει- ότι οι απαραίτητες ανάγκες για κανονική αναπαραγωγή του ανθρώπου δεν περιορίζονται στις φυσικές-βιολογικές ανάγκες.[4] Δηλαδή, για να επεξηγηθεί χρησιμοποιώντας όρους πολιτικής οικονομίας, δεν ταυτίζεται το απαραίτητο μέρος της Αξίας της Εργασιακής Δύναμης με τις φυσικές ανάγκες και το Ηθικοιστορικό μέρος με τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά οι φυσικές ανάγκες αποτελούν ένα υποσύνολο του αναγκαίου μέρους. Πιο συγκεκριμένα, οι φυσικές ανάγκες πρέπει να προσεγγίζονται ως η βιολογική προϋπόθεση για την ύπαρξη και διαιώνιση της εργατικής τάξης ούτως ώστε να καλύψει της ανάγκες της.
Ψευδείς και Αληθείς ανάγκες.
Συχνά προβάλλεται η άποψη, ειδικά με την ανάπτυξη του μάρκετινγκ τις τελευταίες δεκαετίες, ότι με τις διαφημίσεις και την επιθετική προώθηση εμπορευμάτων δημιουργούνται ψευδείς ανάγκες. Η μαρξιστική προσέγγιση δεν στέκει πολύ σε αυτή την επιφανειακή προσέγγιση για μια σειρά από λόγους, με κυριότερο ,την απουσία αντικειμενικού κριτηρίου και μέτρου που να διακρίνει τις ανάγκες σε αληθείς και ψευδείς, σε πραγματικές και πλασματικές.[5] Δεν έχει σημασία από που προκύπτει η ανάγκη που ικανοποιείται παρά μόνο ότι ένας άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να αποκτήσει ένα αγαθό.
Εκείνο που στην πραγματικότητα μπορούν να επιτύχουν οι εταιρίες με το μάρκετινγκ δεν είναι να δημιουργήσουν πλασματικές ανάγκες αλλά να επηρεάσουν τους καταναλωτές ως προς το με ποια προϊόντα και ποια προτεραιότητα θα καλύψουν μια υπαρκτή ανάγκη έναντι ανταγωνιστικών ή υποκατάστατων προϊόντων που είναι διαθέσιμα.
Αναγκαία είδη και είδη πολυτελείας
Τα είδη πολυτελείας συνειρμικά συνδέονται με την συζήτηση πραγματικών και πλασματικών αναγκών. Αυτή η συνειρμική σύνδεση προκύπτει από την ορθή αντιπαραβολή τους με τα αναγκαία είδη και ευρύτερα τα είδη που εμπίπτουν στην Αξία της Εργασιακής Δύναμης. Σε αντίθεση με τα αναγκαία εμπορεύματα τα είδη πολυτελείας παρουσιάζουν σπάνια ζήτηση ως προς το σύνολο του πληθυσμού καθώς είναι εξ ορισμού εμπορεύματα που δεν μπορεί να καταναλώσει μαζικά η εργατική τάξη και καταναλώνονται αποκλειστικά από την αστική τάξη. Φετιχισμός (δέσμευση επόμενων μισθών)
Ωστόσο η κατηγοριοποίηση κάποιου εμπορεύματος ως είδους πολυτελείας δεν έχει να κάνει με το αν καλύπτει πραγματικές ή πλασματικές ανάγκες. Η κατηγοριοποίηση των ειδών πολυτελείας μπορεί να γίνει μόνο με οικονομικούς όρους: "Κανένα προϊόν ή ανάγκη δεν κατέχει την ποιότητα να είναι προϊόν πολυτελείας ή ανάγκη πολυτελείας. Αυτό καθορίζεται αποκλειστικά από το αν το αντικείμενο κατέχεται και χρησιμοποιείται (και επομένως ικανοποιείται η αντίστοιχη ανάγκη) από την πλειονότητα του πληθυσμού".[6]
Τα εμπορεύματα πολυτελείας του παρελθόντος μπορούν να γίνουν αναγκαία εμπόρευμα στο μέλλον αν ο αναγκαίος χρόνος παραγωγής και κατ’ επέκταση η αξίας τους μειωθεί σε τέτοιο σημείο που κάνει εφικτή τη συχνή αγορά και κατανάλωση του εν λόγω εμπορεύματος από την εργατική τάξη. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το ιδιωτικό αυτοκίνητο που αρχικά ήταν είδος πολυτελείας ενώ πλέον αποτελεί απαραίτητο εμπόρευμα που εμπίπτει στην ΑΕΔ. Επίσης, δεν αποκλείεται και το αντίθετο, δηλαδή ένα εμπόρευμα της ΑΕΔ να μετατραπεί σε είδος πολυτελείας.
Απώλεια και αλλοτρίωση των αναγκών
Οι ανθρώπινες ανάγκες διαμορφώνονται σε κοινωνικές σχέσεις και βασικό χαρακτηριστικό είναι η απώλεια, ο περιορισμός αλλά και η αλλοτρίωση τους. Πολλές φορές, ειδικότερα σε περιόδους κρίσεων, η συρρίκνωση των εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων επιφέρει δυσκολία αγοράς εμπορευμάτων η οποία συχνά ερμηνεύεται ως απώλεια αναγκών. Η προσέγγιση της απώλειας εξηγεί την διαφοροποίηση της κάλυψης αναγκών βραχυπρόθεσμα, εντούτοις μακροπρόθεσμα αυτό που ισχύει και έχει βαρύτερη και καθοριστικότερη επίδραση από την σκοπιά της ταξική ανάλυση δεν είναι η απώλεια αναγκών αλλά η αλλοτρίωση των αναγκών.
Ο καπιταλισμός επιβάλλει ένα αλλοτριωμένο χαρακτήρα της παραγωγής, της κατανάλωσης καθώς και του τρόπου κάλυψης των αναγκών του αποξενωμένου εργαζομένου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η mainstream ψυχαγωγία και τα αλλοτριωμένα πρότυπα ζωής. Η απεμπλοκή από την αλλοτρίωση και η πάλη για ουσιαστική κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών συνδέεται με την πάλη για κατάργηση του ίδιου του καπιταλισμού που θα επιτρέπει όχι μόνο την κάλυψη της εκάστοτε ανάγκης αλλά θα δημιουργήσει την δυνατότητα μη αλλοτριωμένης κάλυψης των αναγκών.
Ανάγκη για χρήμα και ελεύθερος χρόνος
Το ζήτημα του καταναλωτισμού ξεκάθαρα συνδέεται με τα ανάγκες που καλύπτονται από εμπορεύματα. Ο μισθός του εργαζομένου στον καπιταλισμό αποτελεί την χρηματική μορφή της Αξίας της Εργασιακής Δύναμης. Με πιο απλά λόγια αποτελεί τα χρήματα με τα οποία ο εργαζόμενος αγοράζει τα εμπορεύματα που χρειάζεται για να αναπαραχθεί ο ίδιος και τα εξαρτώμενα από αυτόν άτομα. Νοουμένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αναγκών καλύπτεται από εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά, όλες οι ατομικές ανάγκες ανάγονται και συμπιέζονται σε μια και μόνο ανάγκη την ανάγκη για χρήμα μέσα από το οποίο καλύπτεται η γενική ανάγκη του «έχειν».
Η ανάγκη για ελεύθερο χρόνο είναι μια καθοριστική ανάγκη η οποία διαχρονικά αποτελεί πεδίο διαπάλης μεταξύ της εργατικής και αστικής τάξης καθώς ο ελεύθερος χρόνος είναι αντίστροφος ανάλογος του εργάσιμου χρόνου. Παρά το γεγονός ότι η παραγωγικότητα της εργασίας καταγράφει θεαματική αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες, εντούτοις όχι μόνο δεν μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος αλλά τα τελευταία χρόνο καταγράφεται η αύξηση του και η εντατικοποίηση της εργασίας με συνεπακόλουθη μείωση του ελευθέρου χρόνου. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι πενιχροί μισθοί οδηγούν του ίδιους τους εργαζομένους σε αναζήτηση υπερωριακής απασχόλησης ή δεύτερης δουλειάς αυτό-περιορίζοντας έτσι τον ελεύθερο χρόνο τους. Αυτή είναι ίσως και η πιο ενδεικτική μορφή αλλοτρίωσης και αποξένωσης στον καπιταλισμό. Ενώ ο αγώνας για μισθό αφορά τα ιδιαίτερα συμφέροντα των εργαζομένων, ο αγώνας για ελεύθερο χρόνο υπερβαίνει τα επιμέρους συμφέροντα και περιλαμβάνει κατ’ αρχήν «αυτό που συμμορφώνεται με τις ανάγκες του είδους».[7] Η ουσιαστικότερη διαφοροποίηση στην σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία είναι ότι η αύξηση της παραγωγικότητας επιφέρει την αύξηση του ελευθέρου χρόνου που είναι η ουσιαστική ανάγκη του ανθρώπου για αυτό και για τον Μαρξ το μέτρο για το πέρασμα στην κατάσταση της ελευθερίας είναι ο ελεύθερος χρόνος.
Σήμερα, η απόφαση για αξιοποίηση του ελάχιστου ελευθέρου χρόνου περιορίζεται από το οικονομικό κόστος της εκάστοτε δραστηριότητας. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση ή ένα αθλητικό γεγονός αν δεν έχει τα αντίστοιχα χρήματα που απαιτεί η κάλυψη αυτής της ανάγκης. Σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από την ατομική ιδιοκτησία δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για περιορισμό της ανάγκης από την ίδια την ανάγκη και όχι από το χρήμα: Όταν ο πολιτισμός, ο αθλητισμός και η ψυχαγωγία θα προσφέρονται δωρεάν και καθολικά στην κοινωνία ,και εφόσον ο άνθρωπος θα έχει τον ελεύθερο χρόνο που απαιτείται, το μόνο που θα περιορίζει την κάλυψη μιας ανάγκης είναι η επιλογή να αξιοποιηθεί ο δεδομένος χρόνο για την κάλυψη μιας άλλης ανάγκη.
Ριζικές ανάγκες
Ολόκληρη η ταξική ανάλυση των αναγκών καταλήγει σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: Οι ανάγκες του λαού σε τελική ανάλυση συνοψίζονται και καταλήγουν σε ένα συλλογικό καθήκον, μια Ανάγκη, την ανάγκη ριζικής αλλαγής της κοινωνικοοικονομικής βάσης στην οποία γεννούνται και ικανοποιούνται οι ανάγκες.
Η κάλυψη των ριζικών αναγκών του ανθρώπου που δημιουργούνται στα πλαίσια του καπιταλισμού αλλά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο ελλιπώς και αλλοτριωμένα ενσαρκώνουν και οδηγούν στο «συλλογικό καθήκον» που συναντάται με την επαναστατική πράξη και την ανάγκη ολικής ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας.[8] Όπως είπε ο Μαρξ: «Μια ριζική επανάσταση δεν μπορεί να είναι παρά η επανάσταση ριζικών αναγκών».
Πέτρος Πέτρου
Μέλος Συντακτικής «ν»
Βιβλιογραφία:
Μάρξ, Κ. (1976). Το Κεφάλαιο (Τόμος Ι). Αθήνα: Σύγρονη Εποχή.
Βιβλιοπροτάσεις
Heller, A. (2018). Η θεωρία των αναγκών στον Μαρξ. Αθήνα: Πλεθρον
Μάρκ, Κ. (2012). Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Στάθης Μανδαλάκης (2013). Η έννοια των αναγκών στον Μαρξ. Θεσσαλονίκη