Συμπληρώνονται φέτος 39 χρόνια από την παράνομη ανακήρυξη της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου.
Ήδη από πριν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ηγέτες των Τουρκοκυπρίων επεδίωκαν με πάσα πιθανότητα την διχοτόμηση του νησιού. Με τις Διακοινοτικές Ταραχές το 1963-64 και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την διακυβέρνηση, η τουρκοκυπριακή εθνικιστική ελίτ επεδίωξε να προωθήσει την αντίληψη της μη βιώσιμης συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Αναδιοργανώνεται πλήρως η κοινωνικοπολιτική ζωή των Τουρκοκυπρίων και δημιουργούνται οι «θύλακες», λειτουργώντας ως ένα μικρότερο κράτος στην επικράτεια ενός άλλου κράτους, σε μια αναζήτηση «προσομοίωσης κυριαρχίας». Η θεσμική και εδαφική αποξένωση από την Κυπριακή Δημοκρατία, συνοδευόμενη από μια προσπάθεια κοινωνικής αναδιάταξης και αναδιοργάνωσης, εμφάνισε ένα ιδιόρρυθμο «καθεστώς εξαίρεσης», το οποίο αποσκοπούσε σε μια νέα ξέχωρη πολιτική, οικονομική και κοινωνική ομαλοποίηση.
Αφού προηγείται η Τουρκική Εισβολή του 1974, στις 13 Φεβρουαρίου 1975, ιδρύεται στα κατεχόμενα το «Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος» και μαζί του δημιουργείται και η «ιδρυτική Βουλή». Πρόεδρος της «ιδρυτικής Βουλής» ανακηρύσσεται ο Ραούφ Ντενκτάς, χωρίς εκλογή, αφού μέχρι τότε αποτελούσε τον αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βασικό, λοιπόν, καθήκον αυτής της «ιδρυτικής βουλής» αποτελούσε ο καταρτισμός νέου Συντάγματος, το οποίο έπρεπε να εγκριθεί με δημοψήφισμα. Μια ομάδα ειδικών που κατέφτασε από την Τουρκία, ετοιμάζει ένα πρώτο προσχέδιο συντάγματος το οποίο βασιζόταν στο προεδρικό σύστημα, ενώ δεν συμπεριλάμβανε μηχανισμούς ελέγχου και εξισορρόπησης του προέδρου, όπως κανονικά θα έπρεπε να γίνεται σε ένα προεδρικό σύστημα. Η αριστερή, όμως, αντιπολίτευση δεν ήταν σύμφωνη με αυτό το προσχέδιο προεδρικού συστήματος, αλλά υποστήριζε το κοινοβουλευτικό σύστημα. Μετά, μάλιστα, από ιδιαίτερα ισχυρές αντιπαραθέσεις, η τελική κατάληξη ήταν η εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος, αυστηρά, όμως, ελεγχόμενο από τον Ντενκτάς.
Εντωμεταξύ, από τον Νοέμβριο του 1974 είχε οργανωθεί στη βουλή της αυτόνομης τουρκοκυπριακής διοίκησης «ομάδα ελευθερίας», μετά από πληροφορίες που ανέφεραν πως ο Ντενκτάς επεδίωκε να προχωρήσει στη δημιουργία συντακτικής συνέλευσης για ένα νέο συνταγματικό καθεστώς. Η Ομάδα Ελευθερίας αποτελούσε μια ισχυρή ομάδα αντιπολίτευσης απέναντι στην εθνικιστική ηγεσία. Η συγκεκριμένη ομάδα, που αποτελείτο από 8 βουλευτές, υποστήριζε πως μια τέτοια κίνηση θα σήμαινε την διάλυση της υφιστάμενης βουλής με άμεσο κίνδυνο να κυριαρχήσουν αυταρχικές τάσεις.
Παράλληλα, το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα (Cumhuriyetçi Türk Partisi – CTP) που ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1970, προωθούσε τη θέση για επίλυση του Κυπριακού εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι με την ενσωμάτωση σε οποιοδήποτε άλλο κράτος όπως η Ελλάδα ή η Τουρκία. Σημαντική, μάλιστα, εξέλιξη ήταν η ανάπτυξη και μαζικοποίηση του τουρκοκυπριακού φοιτητικού κινήματος, αφού η επαφή των νέων με το ήδη ισχυρό αριστερό φοιτητικό κίνημα στην Τουρκία και η επαφή τους με τους θύλακες, συνέβαλε σημαντικά στην άνοδο του αντιμιλιταρισμού και της θέλησης για λύση του Κυπριακού, που δεν ήταν άλλη για αυτούς από κάποια που θα απέκλειε την ένωση και τη διχοτόμηση.
Καθοριστικές επιπτώσεις για τις εξελίξεις στο Κυπριακό και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα έφερε το πραξικόπημα του 1980 στην Τουρκία. Το φασιστικό αυτό πραξικόπημα που είχε ως απώτερο στόχο την καταστολή της τουρκικής αριστεράς, οδήγησε σε αυξημένες παρεμβάσεις της Άγκυρας στα κατεχόμενα, γεγονός που οδηγούσε σε ένα πλήρως ελεγχόμενο τουρκικό έδαφος, υποτελή στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Η οικονομία των κατεχομένων, πλήρως εξαρτώμενη από την Τουρκία, φτάνει σε πολύ κακή κατάσταση.
Εντός αυτών των πλαισίων, πραγματοποιούνται «εκλογές» στις οποίες αναδεικνύεται «πρόεδρος» ο Ραούφ Ντενκτάς. Ωστόσο, το κόμμα του Ντενκτάς χάνει την απόλυτη πλειοψηφία και αδυνατεί, έτσι, να σχηματίσει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση. Επεμβαίνει, ωστόσο, το κατεστημένο της Άγκυρας. Ο τότε υπουργός εξωτερικών της πραξικοπηματικής τουρκικής κυβέρνησης, Ιλτέρ Τουρκμέν, επισκέπτεται τα κατεχόμενα με σκοπό να συναντήσει τους ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στις συναντήσεις αυτές ξεκαθάριζε πως δε θα επέτρεπε σε πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν θέσεις ενάντια στην πολιτική της Τουρκίας όσον αφορά το Κυπριακό, να σχηματίσουν «κυβέρνηση συνασπισμού», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ένταση της αντιπαράθεσης στο δημόσιο πολιτικό χώρο της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Η στασιμότητα στο Κυπριακό και τα προαναφερθέντα σκηνικά, ξεκαθαρίζουν πλέον τον απώτερο στόχο της Τουρκίας: η δημιουργία ενός ξεχωριστού και ανεξάρτητου «κρατικού μορφώματος», που θα μπορούσε κάλλιστα να εξυπηρετήσει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Τότε λοιπόν εμφανίστηκαν και οι συζητήσεις για την ανάγκη των Τουρκοκυπρίων για πλήρη ανεξαρτητοποίηση.
Προς το τέλος του 1982, οι τουρκικές απειλές για στρατιωτική επέμβαση στις ελεύθερες περιοχές αυξάνονται και μαζί τους παρουσιάζεται μια γενικότερη σκλήρυνση των τουρκικών θέσεων ως προς το Κυπριακό.
Στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τον Μάιο του 1983, εγκρίνεται ψήφισμα με βάση το οποίο ο ΟΗΕ απαιτούσε την απόσυρση όλων των κατοχικών στρατευμάτων, ενώ παράλληλα διακηρυσσόταν το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας για πλήρη κυριαρχία. Ορίστηκε, μάλιστα, και η έναρξη νέων διακοινοτικών συνομιλιών, κάτι το οποίο όχι μόνο δεν έγινε ποτέ, αλλά η κατάσταση στην Κύπρο ολοένα και χειροτέρευε.
Εν τέλει, στις 14 Νοεμβρίου 1983, ο Ντενκτάς καλεί σε δείπνο όλους τους «βουλευτές», με σκοπό να τους ανακοινώσει την πρόθεση του για την ανακήρυξη της «ανεξαρτησίας», το επόμενο κιόλας πρωί, φροντίζοντας μάλιστα να διακοπούν όλες οι επικοινωνίες στις κατεχόμενες περιοχές. Η ανακοίνωση, όμως, συνοδευόταν και με απειλές οι οποίες αναφέρονταν στην αντιπολίτευση και έλεγαν πως εάν οποιοδήποτε κόμμα αντιστεκόταν στην σχετική απόφαση, δεν θα είχε δικαίωμα να υπάρχει στο νέο πολιτικό σύστημα. Επομένως, τα αντιπολιτευτικά κόμματα υποκύπτουν, ούτως ώστε να διασφαλίσουν την μελλοντική ύπαρξη τους.
Έτσι, στις 15 Νοεμβρίου γίνεται η παράνομη ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου, υπό πλήρη συντονισμό με το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας, εκείνης της εποχής.
Από τότε μέχρι και σήμερα, η παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους αποτελεί ένα καθόλα πραγματικό αναπόσπαστο πρόβλημα ως προς την επίλυση του Κυπριακού και την οριστική διχοτόμηση της πατρίδας μας. Ενώπιον όλων αυτών, οφείλουμε να συνεχίσουμε τον αγώνα για επίλυση του Κυπριακού και της επανένωσης του τόπου και του λαού μας.
Βασιλική Δημητρίου
Επικεφαλής Γραφείου Επαναπροσέγγισης Φοιτητικού Τμήματος της ΕΔΟΝ