-«Τι είναι Μανόλη;»
-«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;»
-«Πώς θα ‘ρθεις;»
-«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»
-«Ιντα να υπογράψεις;»
-«Δήλωση»
-«Ιντα δήλωση;»
-«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…»
-«Και δεν είσαι;»
-«Είμαι»
-«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».
Διάλογος του Μάνου Κατράκη σε μια συνάντηση του με την μάνα του κυρα — Ειρήνη, όταν ο ίδιος ήταν στην εξορία.
Γεννημένος στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανιών της Κρήτης, ο μεγάλος ηθοποιός και αγωνιστής, Μάνος Κατράκης, ο «ΛεβεντοΜάνος», έφυγε από την ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 1984. Παρόλο που η ζωή του ήταν γεμάτη δυσκολίες, ο Μάνος έδειξε από μικρή ηλικία το υποκριτικό του ταλέντο, καταλαμβάνοντας από νωρίς δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς της Ελλάδας, με μια λαμπρή καριέρα να ανοίγεται μπροστά του: θίασος Νέων το 1928, θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη, Εθνικό Θέατρο το 1932.
Από την ηλικία των 20 μόλις χρόνων, κάθε του νέα εμφάνιση είχε θερμή υποδοχή από το κοινό, τον κόσμο του θεάτρου και τους κριτικούς. Με περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, όπου «μέτρησε δεκαπέντε χιλιάδες μερόνυχτα πάνω στη σκηνή, ώσπου το θέατρο έγινε ένα με το πετσί του» (Εφημερίδα Τα Νέα, 1984), με συγκλονιστικές ερμηνείες, βραβεία και κριτικούς επαίνους, ο Μάνος Κατράκης είχε όλες τις προϋποθέσεις για να απολαμβάνει όλη του την ζωή τις τιμές και δόξες της εξουσίας. Ήταν ένας άνθρωπος με λεβέντικο παρουσιαστικό, ολύμπια φωνή, αλλά και σπουδαίο καλλιτεχνικό ένστικτο. Ένας ηθοποιός που ξεχώριζε σε κάθε του εμφάνιση και άφηνε ανεξίτηλο στίγμα με την κάθε ερμηνεία του. «Μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι, δένουν τη φιλία του κόσμου», γράφει για τον Μάνο Κατράκη ο Γιάννης Ρίτσος, αδελφικός του φίλος, με τον οποίο μοιράστηκαν τα βάσανα της εξορίας και στη συνέχεια βρέθηκαν μαζί στους αγώνες για την ειρήνη και το σοσιαλισμό.
Ο Μάνος Κατράκης, με τις ψυχικές αρετές που τον ξεχώριζαν, οι οποίες ήταν απότοκο της δύσκολης και έντονης ζωής του, των θυσιών και αγώνων των νεανικών του χρόνων, αντιμετώπιζε την Τέχνη σαν ένα σπουδαίο κοινωνικό λειτούργημα και όχι σαν προσωπική ανάγκη για έκφραση και δημιουργία. Έταξε έτσι την υποκριτική, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό στην εξυπηρέτηση των υψηλών ιδανικών και στόχων, περπατώντας πλάι στους άλλους μεγάλους αγωνιστές-δημιουργούς της γενιάς του: Ρίτσο, Χικμέτ, Βίκτορ Χάρα, Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μάνος Κατράκης είχε την επιλογή να ζήσει μια ήρεμη και άνετη οικονομικά ζωή, αλλά προτίμησε να μείνει άνθρωπος...
«Η καλλιτεχνική διαδρομή του Μάνου Κατράκη είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το ότι η στράτευση της τέχνης με την πλευρά των καταπιεσμένων, όχι μόνο δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας για την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, αλλά αντίθετα ο καταλύτης για να μπορέσει αυτή να εξελιχθεί και να μεγαλουργήσει». Από την ομιλία του Νίκου Σοφιανού, σε εκδήλωσε που διοργάνωσε το ΚΚΕ προς τιμή του Μάνου Κατράκη
Η ζωή μου άρχισε από τότε που μπήκα στο κόμμα μου. Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής”.
Το 1919 η οικογένειά του Μάνου Κατράκη μετακόμισε από την Κρήτη στην Αθήνα. Ο νεαρός Μάνος καταφέρνει να πάρει μια θέση το 1932 στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, από όπου λίγα χρόνια αργότερα, εκδιώχθηκε εξαιτίας της ιδεολογίας του. Πάντα μπροστά, πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους αγώνες του ελληνικού λαού και πάντα μέσα από τις γραμμές του κόμματος του, του ΚΚΕ, από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του.
Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Μάνος πήρε μέρος στον αγώνα του ΕΑΜ αρχικά και του ΚΚΕ από το 1943 και έπειτα. Όπως όλους τους ήρωες αγωνιστές της αντίστασης, το κράτος αντάμειψε τον Κατράκη με βασανισμούς στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και εξορίες στην Ικαρία, την Μακρόνησο και τον Αη – Στράτη για 4 ολόκληρα χρόνια.
Χαρακτηριστικό της ανυπότακτης και αδάμαστης ψυχής του Μάνου Κατράκη είναι το περιστατικό στην εξορία που έχουν διηγηθεί ο Γιάννης Ρίτσος και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες βασάνιζαν τον Μάνο:
«Γονάτισε Κατράκη » – του έλεγαν – «αλλιώς θα πεθάνεις»
«Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω»
«Τι παριστάνεις, ρε;» – συνέχιζαν – «Τον Μαρίνο Κοντάρα;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα)
Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «…όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα, απλά τον άνθρωπο».
Η 15ετία από το 1952 μέχρι και το 1967, μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους στην ζωή του Μάνου Κατράκη, φτάνει στο τέλος της, με την επιβολή της δικτατορίας της Χούντας των συνταγματαρχών το 1967. Ο Μάνος Κατράκης πλήρωσε για μια ακόμα φορά, το τίμημα της κομμουνιστικής του στράτευσης και ταυτότητας και δέχτηκε το ισχυρότερο πλήγμα, την έξωση του Θεάτρου το οποίο είχε δημιουργήσει. Σε αυτή την περίοδο, είχε καθημερινές κλήσεις στα αστυνομικά τμήματα και την Ασφάλεια, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί τόσο η οικονομική του κατάσταση (η οποία ήταν πάντα δύσκολη) αλλά και η υγεία του. Αφήνει την τελευταία του πνοή, νικημένος από τον καρκίνο στις 2 Σεπτεμβρίου 1984.
Η κρητική ποιητική του φωνή, η ιδιοσυγκρασία του και καλλιτεχνική και κοινωνική του ευαισθησία, αλλά κυρίως η ειλικρίνεια, οι ιδέες και το ανυπότακτο του χαρακτήρα του αντανακλώνται σε όλους τους ρόλους που έχει ερμηνεύσει, στα λόγια όλων των ανθρώπων που έχουν ζήσει και δουλέψει μαζί του και έχουν μείνει αθάνατα στα ποιήματα του Ρίτσου:
«Σύντροφε Μάνο, κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης
Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη
μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου.
Σύντροφε Μάνο εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον ψηλορείτη
λόγια τρανά για την αντρειά σου και την τέχνη σου
καθώς αυτά στις ραψωδίες του Ομήρου
όμως εγώ φτωχές ακούω τις λέξεις μου μπροστά στην ελατόφυτη καρδιά σου
κι έτσι μονάχα δέκα στίχους σου αφιέρωσα κι ένα μεγάλο “Γεια σου ορέ ΛεβεντοΜάνο”
ένα μεγάλο “Γεια σου” που αναβλύζει απ’ τις καρδιές και από το στόμα όλων των συντρόφων»
(Γιάννης Ρίτσος 14 IV 81)
Άννα Παναγιώτου
Υπεύθυνη Πολιτιστικού Γραφείου Κ.Σ. ΕΔΟΝ