Όταν ακούς τη λέξη μάγισσα, μάλλον σου έρχεται στο μυαλό η εικόνα μιας άσχημης γριάς με ρυτίδες, μεγάλη γαμψή μύτη και μαύρα ακάθαρτα ρούχα. Με ένα γέλιο ειρωνικό, συχνά τρομαχτικό. Ναι! Αυτή είναι η εικόνα που έχουν δημιουργήσει για τις μάγισσες οι ταινίες και τα παραμύθια.
Υπάρχει ωστόσο κι άλλη εκδοχή της λέξης μάγισσα. Αυτή που αφορά τις χιλιάδες γυναίκες που κυνηγήθηκαν, χτυπήθηκαν, βιάστηκαν και οδηγήθηκαν στον θάνατο στην Ευρώπη και στην Αμερική από τον 15ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως γνωρίζουμε ελάχιστα για τα πραγματικά γεγονότα αυτού που επικράτησε να λέγεται «κυνήγι μαγισσών» αφού αφενός, τα περιστατικά απουσιάζουν από πολλές επίσημες ιστορικές καταγραφές και αφετέρου στις περισσότερες περιπτώσεις οι δολοφονίες γίνονταν με τον σύμφωνο ρόλο του κράτους και της νομοθεσίας.
Οι μάγισσες ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες. Το κυνήγι άρχισε με την εμφάνιση του αγροτικού καπιταλισμού περί τα τέλη του 15ου αιώνα. Όταν η γη πέρασε στα χέρια των φεουδαρχών, ο πληθυσμός που έμεινε χωρίς πόρους έπρεπε με κάποιο τρόπο να εξοντωθεί. Όσες και όσοι οδηγήθηκαν στην επαιτεία κατηγορήθηκαν ως μάγισσες, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Επιπλέον διαχρονικά ο καπιταλισμός εξοντώνεις εκείνο τον πληθυσμό που δεν θα του προσφέρει την αύξηση του πλουτισμού που επιθυμεί και οι γυναίκες ήταν ο πληθυσμός εκείνος που αποτραβήχθηκε από την παραγωγή και κλείστηκε στο σπίτι. Ο αριθμός των γυναικών είναι σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν των αντρών καθώς φαίνεται πως πολλές εξεγέρσεις οργανώθηκαν εκείνη την περίοδο από γυναίκες που διεκδικούσαν τα δίκαια του λαού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι μάγισσες χαρακτηρίστηκαν ως εριστικές γυναίκες, που έμπλεκαν συχνά σε τσακωμούς με μέλη της κοινότητας και φορείς εξουσίας και κατηγορήθηκαν για αντίσταση κατά της αρχής και φιλοδικία. Την ίδια περίοδο, το γυναικείο σώμα αποτελούσε για την επικρατούσα τάξη, αυτή των φεουδαρχών, μέσο αναπαραγωγής εργατικής δύναμης. Έπρεπε λοιπόν οι γυναίκες να υπακούνε σε όσα όριζε η φεουδαρχία και να γεννούν παιδιά, τα οποία στη συνέχεια θα εργάζονταν στα χωράφια. Όσες αποφάσιζαν να μην συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία και να ορίσουν οι ίδιες το σώμα τους, κατηγορούνταν για πρόστυχη συμπεριφορά και διώκονταν, ενώ όσες είχαν γνώσεις μαιευτικής οδηγούνταν άμεσα στην πυρά.
Το κυνήγι των μαγισσών δηλαδή, ήταν καθαρά αποτέλεσμα των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της εποχής, της επιβολής της τάξης των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους αλλά και της σχέσης εξουσίας που είχαν οι άντρες πάνω στις γυναίκες. Το κυνήγι μαγισσών δεν τελείωσε τον 19ο αιώνα. Αντιθέτως, στη σύγχρονη ιστορία, κατά περιόδους εμφανίζονται αντίστοιχες πρακτικές. Σε χώρες της Αφρικής και της Ινδίας, μέχρι πρόσφατα, παρατηρούνταν μαζικές δολοφονίες γυναικών σε περιοχές όπου γίνονταν αναδιαρθρώσεις του οικονομικού συστήματος.
Η αναφορά στο κυνήγι μαγισσών έγινε για να καταδείξουμε ότι έχει κοινή προέλευση με τις δολοφονίες γυναικών από συντρόφους, συζύγους και άλλα μέλη της οικογένειας τους, οι οποίες συχνά αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στις μέρες μας. Η προέλευση αυτή δεν είναι άλλη από το σύστημα κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης: την πατριαρχία και τον καπιταλισμό.
Οι γυναίκες, αποτελούν φθηνό εργατικό δυναμικό ακόμη και στις μέρες μας. Ο καπιταλισμός στηρίζεται σε εκμεταλλευόμενους δύο ταχυτήτων. Πρώτα στους άντρες και έπειτα στις γυναίκες, οι οποίες αμείβονται με μισθούς πολύ χαμηλότερους ενώ παράγουν ίσης αξίας εργασία. Τα πατριαρχικά στερεότυπα που ορίζουν πως η γυναίκα είναι αδύναμη, πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε θέσεις ευθύνης, πως είναι υπεύθυνη για τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών καθιστά τις γυναίκες υποδεέστερες στην συλλογική συνείδηση και ως εκ τούτου χαμηλότερα αμειβόμενες.
Ταυτόχρονα, η πατριαρχία συνεχίζει να ορίζει πως οι γυναίκες είναι κτήμα των αντρών. Πως δικαιούνται να ορίσουν την συμπεριφορά, το ντύσιμο, το σώμα τους. Πως οι άντρες μπορούν να ασκήσουν βία στις γυναίκες και στις θηλυκότητες που εκφεύγουν όσων ορίζουν. Κάπου εδώ είναι που εμφανίζεται η έμφυλη βία, η παρενόχληση, ο βιασμός, η γυναικοκτονία.
Συνεχίζοντας το πατριαρχικό αφήγημα πολλοί είναι εκείνοι που υποσυνείδητα ή ενσυνείδητα προσπαθούν να μειώσουν το μέγεθος τους εγκλήματος της γυναικοκτονίας χρησιμοποιώντας όρους όπως «έγκλημα πάθους», «έγκλημα τιμής», ενώ αφηγούνται «τυφλωμένους έρωτες» και «δολοφονίες από αγάπη». Το γεγονός αυτό εντοπίζεται και στο ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο καθώς εύκολα μπορεί να αναφερθεί κανείς σε τραγούδια και μύθους που αναφέρονται σε γυναικοκτονίες ως εγκλήματα πάθους και τιμής.
Η γυναικοκτονία ωστόσο είναι ένα ειδεχθές έγκλημα που διαφέρει από μια απλή δολοφονία καθώς ως επί το πλείστων συμβαίνει ως αποκορύφωμα άλλων εγκλημάτων όπως η ψυχολογική και σωματική βία, ο εκφοβισμός, οι απειλές. Γιατί τα θύματα βρίσκονται τρομοκρατημένα και κακοποιημένα στα χέρια των θυτών μέρες, νύχτες, μήνες, χρόνια. Γιατί συχνά προσπαθούν να ξεφύγουν αλλά δεν τα καταφέρνουν. Γιατί συνήθως τα θύματα, βρίσκονται δολοφονημένα, απλώς γιατί δεν ακολούθησαν τις βουλές ενός άντρα, που ο ίδιος θεωρεί ότι είναι απόλυτος άρχοντας μιας ανθρώπινης ζωής, την οποία μπορεί ακόμη και να αφαιρέσει.
Σε μια πρόσφατη καταγραφή ο ΟΗΕ, αναφέρει ότι 137 γυναίκες ανά το παγκόσμιο δολοφονούνται κάθε μέρα από τον σύντροφό τους ή από κάποιον συγγενή τους. Στην Κύπρο, οι γυναικοκτονίες έχουν αγγίξει τις 40 τα τελευταία 20 χρόνια. Για αυτό το λόγο οι γυναικοκτονίες επιβάλλεται να λέγονται με το όνομα τους, να καταγράφονται ως τέτοιες. Επιβάλλεται τα κράτη να αναπτύξουν δράση για την καταπολέμηση των κοινωνικών στερεοτύπων και των συνθηκών που θυματοποιούν το μισό του πληθυσμού. Επιβάλλεται η εφαρμογή πολιτικών που αντιμετωπίζουν ουσιαστικά την έμφυλη βία και προστατεύουν τα θύματα. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα απαλλαγούμε ως κοινωνία από τις ευθύνες που φέρουμε για τις δολοφονίες γυναικών που συχνά συζητούμε πως στοιχειώνουν τη συλλογική συνείδηση.
Ελένη Ευαγόρου
Μέλος Συντακτικής «Ν»