Της Δρ. Αναστασίας Χάσικου
Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, η μουσική στην Κύπρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής δραστηριότητας της Κυπριακής υπαίθρου. Η άμεση σχέση των ανθρώπων με την καλλιέργεια της γης, η σχετική παραγωγική αυτάρκεια στις αγροτικές οικογενειακές μονάδες και η ανεξαρτησία από άλλους παραγωγούς και την αγορά, ήταν ανάμεσα στα κύρια χαρακτηριστικά της κυπριακής παραδοσιακής κοινωνίας και αντανακλούνταν άμεσα ή έμμεσα στην τοπική μουσική δραστηριότητα. Ο κύριος ρόλος της μουσικής στην παραδοσιακή κοινωνία ήταν να συνοδεύει ρουτίνες και πρακτικές των ανθρώπων όπως το θέρος, οι οικογενειακές συνάξεις και τα φαγοπότια και ποικίλα έθιμα που σχετίζονταν με το θρησκευτικό ημερολόγιο. Εκτός από αυτόν τον ρόλο, ο Κύπριος βιολάρης, λαουτάρης και τραγουδιστής εργάζονταν ταυτόχρονα και σαν έμποροι που πουλούσαν τις μουσικές τους υπηρεσίες σε τοπικά κοινωνικά γεγονότα, όπως γαμήλιους εορτασμούς και τα πανηγύρια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μουσική στην παραδοσιακή Κύπρο (όπως στις περισσότερες παραδοσιακές κοινωνίες) διαδιδόταν προφορικά και εξελισσόταν στον πλάι της κυπριακής κοινωνίας. Ο αγροτικός πληθυσμός δεν είχε καμιά αντικειμενική ανάγκη και επομένως ούτε ενδιαφέρον για να συλλέξει και να καταγράψει την μουσική του παράδοση, αφού ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του. Έτσι, η πρώτες καταγραφές κυπριακής παραδοσιακής μουσικής άρχισαν σποραδικά στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα από μέλη της αστικής ελίτ που είχαν λάβει δυτικού τύπου μουσική εκπαίδευση. Η πρώτη αυτή μουσική λαογραφική καταγραφή απευθύνθηκε κυρίως στην αστική αγορά και ταυτόχρονα εξυπηρέτησε την ιδεολογία του εθνικισμού, όπως εμφανίστηκε στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.
Η γέννηση της επιστήμης της λαογραφίας στην Ευρώπη
Η επιστήμη της λαογραφίας γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη και είχε αντικείμενο μελέτης τον λαϊκό πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις: τις παραδόσεις, τα τραγούδια, το λαϊκό βίο, τα ήθη, τα έθιμα και τη τέχνη. Η πρώτη ευρωπαϊκή λαογραφική έρευνα ήταν εμβολιασμένη από ιδέες που προέρχονταν από τον ρομαντικό εθνικισμό, που εμφανίστηκε σε φιλοσοφικά ρεύματα στην Γερμανία κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Εκπρόσωποι του γερμανικού ρομαντικού εθνικισμού όπως ο Johann Gottfried Herder (1744-1803) που προσέγγισαν τα έθνη σαν φαινόμενα «έμφυτα» στο ανθρώπινο είδος και τις εθνικότητες σαν κοινωνικές ομάδες που διέπονται από «αυθεντικότητα» και «καθαρότητα», έβαλαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της ιδεολογίας του εθνικισμού στην Ευρώπη και τη γέννηση των εθνικιστικών κινημάτων. Γέννημα της ραγδαίας κοινωνικο-οικονομικής καπιταλιστικοποίησης που άρχισε να συντελείτε την ίδια περίοδο στην δυτική Ευρώπη, ο εθνικισμός υπήρξε η κινητήρια ιδεολογία πίσω από την εμφάνιση και την καθιέρωση της επιστήμης της λαογραφίας στην Ευρώπη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάπτυξης της λαογραφίας, σαν εθνικής επιστήμης, είναι η περίπτωση της Ελλάδας. Η πρακτική συλλογής και δημοσίευσης λαϊκού πολιτισμού στη χώρα εξυπηρέτησε ως ιδεολογικό εργαλείο στήριξης της πολιτικής ατζέντας του ελληνικού έθνους-κράτους του 19ου αιώνα, όπως εκφραζόνταν με την ελληνιστική θέση και την ρητορική του «μεγαλοϊδεατισμού» και του «αλυτρωτισμού». Όπως στις περισσότερες περιπτώσεις ίδρυσης εθνών-κρατών στην Ευρώπη, η ανάπτυξη της ιδεολογίας του εθνικισμού στην Ελλάδα είχε παράλληλη πορεία με την εκδυτικοποίηση, που συντελείτο στα πλαίσια μιας ευρύτερης ραγδαίας κοινωνικο-οικονομικής καπιταλιστικοποιήσης. Έτσι, με πρωτεργάτη τον Claude Fauriel, σε συνεργασία με τους Αδαμάντιο Κοραή και Αντρέα Μουστοξίδη, η τάση που κυριάρχησε στην ελληνική λαογραφία ήταν η επιλογή και η ερμηνεία λαϊκών πολιτιστικών στοιχείων που εστίαζε στη σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αυτό, όχι μόνο επιβεβαίωνε την ελληνικότητα του έθνους, αλλά ταυτόχρονα το καθιστούσε ιδεολογικά νομιμοποιημένο πρόγονο ολόκληρου του δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η προσπάθεια ιδεολογικής νομιμοποίησης της Ελλάδας, ως πρόγονο του δυτικού πολιτισμού, επέβαλλε αυτόματα είτε την αποβολή οποιονδήποτε πολιτιστικών στοιχείων πήγαζαν από τη ανατολή, Βυζαντινή και Οθωμανική αυτοκρατορία είτε την εναρμόνιση τους με σύγχρονα δυτικο-ευρωπαϊκα.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η συλλογή και καταγραφή λαϊκής μουσικής αποτέλεσε μέρος της ευρύτερης λαογραφικής κίνησης της εποχής και της κυρίαρχης ιδεολογίας που την περιέβαλλε. Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται ένας σημαντικός αριθμός Ελληνικών μουσικών συλλογών που περιλάμβαναν μεταγραφές λαϊκών μελωδιών της υπαίθρου. Τραγούδια που μέχρι τότε διαδίδονταν προφορικά και διακρίνονταν από τον έντονο τροπικό χαρακτήρα του βυζαντινού και οθωμανικού μουσικού πολιτισμού, μεταγράφηκαν κυρίως στην δυτικοευρωπαϊκή σημειογραφία2. Το σημαντικότερο κοινό χαρακτηριστικό συλλογών όπως αυτές των Γεώργιου Παχτικού (1905), Κωνσταντίνου Ψάχου (1923) και Νικόλαου Πολίτη (1925), ήταν η ιδεοελογική σχέση που είχαν με την απόδειξη της ελληνικότητας τόσο του ελληνικού έθνους όσο και του δυτικού πολιτισμου.
Η μουσική λαογραφία στην Κύπρο
Στην Κύπρο, η πρώτη προσπάθεια συλλογής και καταγραφής λαϊκού πολιτισμού έγινε από τον Αθανάσιο Σακελλάριο (1890–91) στο έργο του Τα Κυπριακά που περιλάμβανε κείμενα λαϊκών τραγουδιών και περιγραφή παραδοσιακών κοινωνικών πρακτικών που συνέλεξε κατά την περίοδο 1855-18683. Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της λαογραφικής έρευνας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, η πρώτη λαογραφική έρευνα στην Κύπρο εξυπηρέτησε αυτό που ο Hobsbawm (1983) είχε ονομάσει «κατασκευή μιας παράδοσης». Η «κατασκευή» αυτή επιδιώχθηκε μέσω μιας επιλεκτικής διαδικασίας που στόχευε να καταδείξει μια γραμμική σχέση μεταξύ ελληνοκυπριακού πληθυσμού και αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας, απορρίπτοντας έτσι Τούρκικα και άλλα ανατολίτικα στοιχεία που πήγαζαν από την ιστορία του νησιού και συγκεκριμένα το βυζαντινό και οθωμανικό παρελθόν. Μέσα από αυτή την προσέγγιση είχε αγνοηθεί η ύπαρξη του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί και η αλληλεπίδραση που αυτός είχε με τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό. Με αυτό τον τρόπο, οι πρώτες προσπάθειες διάσωσης του Κυπριακού λαϊκού πολιτισμού αντανακλούσαν στην πραγματικότητα την κατασκευή ενός κοινωνικο-πολιτιστικού διαχωρισμού που δεν βασιζόταν μόνο στη γλώσσα και τη θρησκεία αλλά και στην εθνότητα.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα πρώτων λαογραφικών καταγραφών που συνοδεύονται από ερμηνείες που εστιάζουν στην απόδειξη της γραμμικής συνέχειας του ελληνοκυπριακού με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ελληνοκυπριακή λαογραφική απόδοση των τσιαττιστών4 στους αρχαίους Ελληνες ραψωδούς. Όπως παρατηρεί ο Παπαδάκης (1988) η συναγωνιστική κατασκευή ομοιοκατάληκτων στίχων είναι αποτέλεσμα ευρύτερης πολιτιστικής αλληλεπίδρασης της γύρω περιοχής, αφού συναντάται σε διάφορες περιοχές όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Μάλτα και η Τζαμάικα. Παρόμοιες προσπάθειες απόδοσης πολιτιστικής σύνδεσης της Κύπρου με την Ελλάδα έγιναν και για χορούς όπως ο καρσιλαμάς, το τσιφτετέλι και ο ζεμπέκικος, τα ονόματα των οποίων προέρχονται από τούρκικες λέξεις. Όσον αφορά την μουσικολογική πτυχή, ο ίδιος στόχος επιδιώχθηκε μέσα από τις εκδυτικοποιημένες μεταγραφές και την δυτικού τύπου εναρμόνιση των τοπικών μελωδιών που σταδιακά κυριάρχησε. Η μεταγραφή σε δυτικοευρωπαϊκό πεντάγραμμο είχε από μόνη της αποβάλει κάθε τροπικό στοιχείο που παράπεμπε σε ανατολίτικες μουσικές παραδόσεις. Επιπλέον, διαστήματα δευτέρας αυξημένης και χρωματικά περάσματα που θύμιζαν μικροτόνια ανατολίτικης προέλευσης, πολύ συχνά αντικαθιστώνταν στην μεταγραφή με άλλα συγκερασμένα διαστήματα.
Η λαογραφική έρευνα από μέλη του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού εμφανίστηκε πολύ αργότερα από την ελληνοκυπριακή, σαν απάντηση στις ποικίλες μορφές που έπαιρνε σταδιακά ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός, με αποκορύφωμα το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960. Η πρώτη τουρκοκυπριακή λαογραφική έρευνα εστίασε σε μια αντίστοιχη επιλογή τουρκικών πολιτιστικών στοιχείων και υπηρέτησε ως μέσο απόδειξης της ύπαρξης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, σαν την δεύτερη διακριτή εθνική ομάδα στην Κύπρο με πολιτικά δικαιώματα. Αυτή η προσπάθεια εκδηλώθηκε κατά αντίστοιχο τρόπο με την αναζήτηση γλωσσικής συνέχειας της τουρκοκυπριακής διαλέκτου με την τουρκική γλώσσα, ενώ στον τομέα της μουσικής η φιλοσοφία εκδυτικοποίησης που επέβαλε ο Κεμάλ Αττατούρκ στην Τουρκία και υποστήριζε την παράληψη στοιχείων οθωμανικής κλασσικής παράδοσης κυριάρχησε και στην Κύπρο.
________
1.Για τους σκοπούς του κειμένου αυτού οι έννοιες παραδοσιακή και λαϊκή μουσική χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα και αναφέρονται στα είδη μουσικής δραστηριότητας που συνόδευαν την κυπριακή παραδοσιακή κοινωνία και αφορούσαν τα λαϊκά στρώματα της υπαίθρου,
2.Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των δημοσιευμένων μεταγραφών έχει γίνει στη δυτικοευρωαπϊκή σημειογραφία που επικράτησε μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Λιγότερες και πιο σποραδικές μεταγραφές λαϊκής μουσικής έχουν γίνει στην Βυζαντινή σημειογραφία.
3.Το έργο αυτό αναδημοσιεύθηκε σε δίτομο βιβλίο το 1890-1891.
4.Η λέξη «τσιαττίζω» προέρχεται από την Τούρκικη çatmak, που σημαίνει συνταιριάζω.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στη νεολαία Οκτωβρίου 2018