Ο αγώνας για την ισοτιμία και τα δικαιώματα των γυναικών συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι επίκαιρος. Ο χαρακτήρας του αγώνα του γυναικείου κινήματος θα πρέπει να είναι ενάντια στη διπλή καταπίεση που βιώνει, ταξική και φυλετική. Η αφετηρία του γυναικείου ζητήματος βρίσκεται στο πέρασμα της κοινωνίας από το πρωτόγονο κοινοτικό – αταξικό σύστημα στο πρώτο ταξικό σύστημα – το δουλοκτητικό. Την ώρα δηλαδή που αρχίζει να εμφανίζεται η ατομική ιδιοκτησία και αρχίζουν να ισχύουν οι ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης, εμφανίζεται και το ζήτημα της ανισοτιμίας της γυναίκας με τον άντρα. Άρα, αφού η ουσία του ζητήματος είναι καθαρά ταξική, είναι θέμα ολόκληρης της κοινωνίας, όχι μόνο της γυναίκας και ο αγώνας για πλήρη χειραφέτηση της γυναίκας εντάσσεται στα πλαίσια της ταξικής πάλης και θα εξαλειφθεί μόνο όταν πάψει να υπάρχει η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η ταξική εκμετάλλευση, δηλαδή στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Οι πρώτοι που επεσήμαναν την ταξική βάση του γυναικείου ζητήματος ήταν οι Μαρξ και Ένγκελς. Πάνω σε αυτή τη βάση χτίζονταν επί αιώνες και χτίζονται ακόμα οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, οι θρησκευτικοί και πολιτισμικοί αναχρονισμοί, που εμπεδώθηκαν βαθιά στις συνειδήσεις ανδρών και γυναικών.
Τον 20ο αιώνα λόγω της όξυνσης της ταξικής πάλης και του οργανωμένου αγώνα του γυναικείου κινήματος, σε συμπόρευση με το εργατικό κίνημα, κατάφερε να βελτιωθεί αισθητά η θέση της γυναίκας. Η ύπαρξη όμως, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής την εμποδίζουν να βελτιώσει ουσιαστικά τη θέση της. Κατάφερε να βγει από τη στενότητα του οικογενειακού νοικοκυριού που έφερε και τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, δόθηκαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στη γυναίκα (εκλέγειν και εκλέγεσθαι) στις πλείστες χώρες του πλανήτη, καταργήθηκαν οι νομικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, λήφθηκαν κοινωνικά μέτρα για την προστασία της μητρότητας και αυξήθηκε η συμμετοχή της γυναίκας στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Αν και βελτιώθηκε αισθητά η θέση της γυναίκας, η βελτίωση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αστική προπαγάνδα που ισχυρίζεται ότι κατακτήθηκε η πλήρης ισότητα της γυναίκας με τον άνδρα. Η γυναίκα παρόλο που βγήκε από την άμεση οικονομική εξάρτηση από τους εργαζόμενους της οικογένειας, πέρασε στην άμεση οικονομική εκμετάλλευση της από το Κεφάλαιο. Παραδείγματα του πιο πάνω είναι η ανισομίσθια, η οποία εισήχθηκε από το Κεφάλαιο, το οποίο εκμεταλλεύθηκε την αδυναμία της γυναίκας να αντεπεξέλθει σε όλους τους τομείς της παραγωγής δίνοντας της μειωμένους μισθούς σε σύγκριση με τον άνδρα, παρόλο που μπορεί στις πλείστες περιπτώσεις να έχει την ικανότητα να προσφέρει ίσης αξία εργασίας με τον άνδρα, παράδειγμα στην πνευματική εργασία. Μια διαδικασία η οποία δεν εξυπηρετεί ούτε τη γυναίκα ούτε τον άνδρα εργαζόμενο, αλλά μόνο τον εργοδότη τους που μπορεί να είναι και γυναίκα. Επίσης, αν και υπάρχει η ανισομισθία με τη δικαιολογία του φύλου (π.χ. της διαφοράς στη φυσική δύναμη), σε άλλες περιπτώσεις, για τις ανάγκες του κεφαλαίου, αγνοείται εντελώς αυτή η διαφορετικότητα της γυναίκας και με πρόσχημα την «ισότητα», την αναγκάζει να εργάζεται σε συνθήκες τις οποίες δεν μπορεί να αντεπεξέλθει το ίδιο με τον άνδρα. Τέτοια παραδείγματα, είναι η ίδια ηλικία συνταξιοδότησης της γυναίκας με τον άνδρα (η οποία αυξάνεται συνεχώς) ή ακόμα και η εργασία σε βαριές δουλειές όπως στις οικοδομές. Συν της άλλης, η εγκυμοσύνη και η μητρότητα γίνεται αιτία μη πρόσληψης γυναικών αλλά και αναγκαστικής αποδοχής εργασίας με τις λεγόμενες ελαστικές εργασιακές σχέσεις και με χαμηλότερους μισθούς.
Ένα άλλο πρόβλημα το οποίο παρουσιάζεται πιο έντονα σε νεαρές γυναίκες είναι η εξωτερική τους εμφάνιση να γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης από τους εργοδότες τους, γεγονός που παρατηρείται πιο έντονα σε φοιτήτριες που εργάζονται είτε σε καφέ, είτε σε κλαμπ. Σε διαφορετική περίπτωση, καταλήγουν πίσω από ένα τηλέφωνο και εργάζονται σε άθλιες συνθήκες με άθλια ωράρια εργασίας.
Αναλύοντας το γυναικείο ζήτημα, δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στο φαινόμενο της πορνείας, το οποίο αποτελεί ντροπή για τη δήθεν εκσυγχρονισμένη κοινωνία που ζούμε. Το φαινόμενο της πορνείας, δεν αποτελεί τίποτα άλλο από τη στυγνή και ξεδιάντροπη εκμετάλλευση της κοινωνικής εξαθλίωσης των γυναικών, πέφτοντας θύματα σωματεμπορίας. Επίσης φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας και σεξουαλικής παρενόχλησης που αφορούν σχεδόν αποκλειστικά στη γυναίκα, είναι και αυτά αποτέλεσμα του συστήματος και των αξιών που προωθεί. Σήμερα, ζώντας στο ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού, τον ιμπεριαλισμό, παρόλο που οι γυναίκες και τα παιδιά δεν βρίσκονται στα πεδία των μαχών, είναι τα πρώτα θύματα σε κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο (φτώχεια, ανασφάλεια κλπ).
Το γυναικείο ζήτημα αποτελεί στις μέρες μας ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα. Ως εκ τούτου, υπάρχουν πολλές διατυπώσεις και εκτιμήσεις για τη φύση και το χαρακτήρα του, όπως και για το ποιος πρέπει να είναι ο προσανατολισμός που πρέπει να έχει ο αγώνας των γυναικών. Στο εν λόγω ζήτημα όπως εξάλλου και σε κάθε άλλο ζήτημα, υπάρχουν δύο αντιλήψεις, η αστική και η Μαρξιστική – Λενινιστική. Η πιο πάνω διατύπωση, διαμορφώνεται ανάλογα με την κοινωνικοταξική θέση, την ιδεολογία και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί ο κάθε πολιτικός χώρος. Όσον αφορά στη Μαρξιστική – Λενινιστική αντίληψη, η οποία εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, τη διατυπώσαμε στην αρχή του «Ιδεολογικού συντρόφου». Εντός της αστικής τάξης, υπάρχουν δύο αντιλήψεις για το ζήτημα. Η μία θεωρεί ότι, παρόλο που έγιναν σημαντικά βήματα για την ισότητα δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς το πρόβλημα. Φυσικά θέτει το ζήτημα σε εντελώς λανθασμένη βάση, επειδή, θεωρεί ότι είναι θέμα ανταγωνισμού των δύο φύλων ή ξεπερασμένων νοοτροπιών μιας πατριαρχικής ανδροκρατικής κοινωνίας (που αν και αποτελεί πρόβλημα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί το ουσιώδες) και η λύση που προτείνουν είναι η αλλαγή των νοοτροπιών (φιλελεύθερες και ριζοσπάστριες φεμινίστριες – σεξουαλική επανάσταση). Η άλλη αντίληψη θεωρεί ότι η ισότητα των φύλων έχει επιτευχθεί μέσα από την εξέλιξη και ανάπτυξη του καπιταλισμού. Πράγμα που φαίνεται έντονα από τα πρότυπα που παρουσιάζει η σημερινή κοινωνία. Αυτό επιτυγχάνεται, διαφημίζοντας γυναίκες που κατάφεραν να κατακτήσουν την ισότητα και την ανεξαρτησία τους. Αυτές οι γυναίκες όμως, είναι οι γυναίκες της αστικής τάξης, που «χειραφετήθηκαν» να εκμεταλλεύονται τους εργαζομένους. Είναι οι γυναίκες επιχειρηματίες ή οι γυναίκες που η κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση ή η πολιτική τους δραστηριότητα, συμβάλλει στην αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης. Οι γυναίκες στις οποίες αναφερόμαστε, είναι οι γυναίκες που δεν μπορούν και ούτε θέλουν να υποστηρίξουν ουσιαστικά τα αιτήματα για την ισοτιμία της γυναίκας. Ο λόγος είναι ότι, απέναντι τους βρίσκεται η εργαζόμενη γυναίκα που είναι παράλληλα μητέρα και σύζυγος. Αυτή η γυναίκα που βιώνει και κατανοεί όσο καμία άλλη την κοινωνική ανισότητα. Γι’ αυτό και δεν επιδιώκει την ισότητα όπως αυτή παρουσιάζεται από τα καπιταλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, ΕΕ) και γενικότερα από τα αστικά κόμματα, αλλά την ισότητα – ισοτιμία. Δεν ζητά δηλαδή μόνο την οικονομική ισότητα, ούτε τον ίσο καταμερισμό δικαιωμάτων μέσα στην οικογένεια, ούτε τη σεξουαλική απελευθέρωση. Διεκδικεί ίση κοινωνική θέση των ανθρώπων ανεξάρτητα από το φύλο, ίσες ευκαιρίες στην εργασία ανάλογα με τη δυνατότητα, ίσα δικαιώματα στην αμοιβή.
Οι αντεργατικές πολιτικές, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις κοινωνικών υπηρεσιών, η αύξηση του εργάσιμου χρόνου και των ορίων συνταξιοδότησης και η επέκταση της μερικής απασχόλησης, κτυπούν διπλά τις εργαζόμενες γυναίκες. Πράγμα που καταδεικνύει ότι το γυναικείο ζήτημα αφορά -κατά κύριο λόγο- στις γυναίκες της εργατικής τάξης κι ευρύτερα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Γενικά, η βάση και των δύο αστικών αντιλήψεων είναι λανθασμένη επειδή διατυπώνονται ακριβώς για να συντηρούν το καπιταλιστικό σύστημα το οποίο ως ταξικά εκμεταλλευτικό, συντηρεί και αναπαράγει το πρόβλημα, ένα πρόβλημα το οποίο θα εξαλειφτεί με την ανατροπή του και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Διαπίστωση που επιβεβαιώνεται μέσα από την πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης για τη γυναικεία χειραφέτηση, η οποία κατοχύρωσε συνταγματικά το 1918, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία την πολιτική ισοτιμία της γυναίκας (ο Λένιν αναφέρεται σ’ αυτή τη νομοθεσία στο άρθρο του «η Μεγάλη Πρωτοβουλία» με το εξής: «πρέπει να εξαλείψει τη σαβούρα της αστικής νομοθεσίας και συντηρητικών νοοτροπιών»). Επίσης, προώθησε την κοινωνική συμμετοχή της γυναίκας στην παραγωγική εργασία, τη φυγοδικία εσωκλεισμού στο σπίτι, τη δυνατότητα μόρφωσης με ίσες ευκαιρίες καθώς και τη φροντίδα - προστασία της στην εργασία, π.χ. στη μητρότητα (οι εγκυμονούσες έπαιρναν 9 μήνες πληρωμένη άδεια).
Σύντομο ιστορικό
Φέτος, συμπληρώνονται 100 χρόνια από την καθιέρωση της 8ης του Μάρτη ως Διεθνούς Μέρας της Γυναίκας. Η καθιέρωση αυτή, έχει τις ρίζες της βαθιά στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Στις 8 του Μάρτη 1857 οι εργάτριες στα υφαντουργεία και τα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης κατεβαίνουν σε απεργία και διαδηλώσεις. Ζητούν ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μείωση των ωρών εργασίας. Υπολογίζεται ότι οι γυναίκες εκείνη την εποχή δούλευαν στα εργοστάσια περίπου 16 ώρες τη μέρα, ενώ οι μισθοί τους ήταν σημαντικά χαμηλότεροι από τους μισθούς των ανδρών. Έτσι, στα αιτήματα των εργατριών της Νέας Υόρκης περιλαμβάνονταν και η μείωση των ωρών εργασίας στις 10, αλλά και η εξίσωση των μισθών ανδρών και γυναικών. Η απεργία και οι μεγάλες μαχητικές διαδηλώσεις αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση, με την αστυνομία και τα όπλα βάφοντας με αίμα τον αγώνα των εργατριών. Η απεργία της 8ης του Μάρτη 1857 ήταν από τις πιο σημαντικές στιγμές του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, γιατί έβαζε στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της πάλης κατά των φυλετικών διακρίσεων, κατά της ανισοτιμίας ανδρών και γυναικών, σε συνδυασμό με τον αγώνα ενάντια στην ταξική εκμετάλλευση. Η Β' Διεθνής Συνδιάσκεψη των Σοσιαλιστριών Γυναικών, που συνήλθε στην Κοπεγχάγη το 1910, καθιέρωσε, μετά από πρόταση της επιφανούς προσωπικότητας του διεθνούς εργατικού κινήματος Κλάρας Τσέτκιν, τη μέρα της 8ης Μάρτη ως Διεθνή Μέρα της Γυναίκας. Σήμερα, το lifestyle και τα ΜΜΕ θέλουν να μετατρέψουν την 8η του Μάρτη σε «μέρα πάρτι και ξεφαντώματος» (βλέπε ladies night), ενώ ορισμένες πολιτικές δυνάμεις αρκούνται σε εύηχα λόγια και επιφανειακές αναλύσεις.
Το γυναικείο κίνημα στην Κύπρο
Στην Κύπρο, πριν από την εμφάνιση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου δεν υπήρχε οργανωμένο εργατικό κίνημα. Δεν προϋπήρχε σοσιαλιστική δραστηριότητα. Δεν υπήρχε ούτε και κίνημα για τη χειραφέτηση της γυναίκας. Με την εμφάνιση των πρώτων κομμουνιστικών πυρήνων στις αρχές της δεκαετίας του 1920 τέθηκε για πρώτη φορά στην ημερήσια διάταξη και το γυναικείο ζήτημα. Πρώτος στόχος ήταν η οργάνωση των γυναικών, η διεκδίκηση δικαιωμάτων στη δουλειά και στην κοινωνία και η καταπολέμηση των προκαταλήψεων. Τη δεκαετία του 1930-1940 οι εργαζόμενες γυναίκες συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις και στις μεγάλες απεργίες των Κυπρίων εργαζομένων. Αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, αξιοπρεπή μεροκάματα και οχτάωρο, είναι κατακτήσεις αγώνων στην πρώτη γραμμή των οποίων ήταν και οι Κύπριες εργάτριες. Η ίδρυση της Παγκύπριας Οργάνωσης Δημοκρατικών Γυναικών (ΠΟΔΓ) το 1950, είχε ως αποτέλεσμα τη μαζικοποίηση της οργάνωσης των γυναικών για τη διεκδίκηση της ισοτιμίας των δύο φύλων. Αν αναλογιστούμε τις συνθήκες μέσα στην Κυπριακή κοινωνία αλλά και τη θέση των γυναικών μέσα σε αυτήν, μπορούμε να καταλάβουμε τη συνεισφορά των πρωτοπόρων γυναικών της ΠΟΔΓ. Η διαπαιδαγώγηση των γυναικών μέσα σε εκείνες τις δύσκολες συνθήκες δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Κι όμως, η ΠΟΔΓ πέτυχε να κάνει τις Κύπριες γυναίκες να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία και στην ταξική πάλη. Η ΠΟΔΓ αν και νεοφανής τότε, δεν απουσίασε από κανένα αγώνα του Κυπριακού λαού. Συνέβαλε στη συμμετοχή των γυναικών στη μαζικοπολιτική αντιαποικιακή πάλη· συμμετείχε στις κινητοποιήσεις για την ειρήνη και τον παγκόσμιο αφοπλισμό. Το 1955, με την έναρξη του ένοπλου αγώνα κηρύχθηκε παράνομη, εξακολούθησε όμως να αναπτύσσει έντονη δράση. Τον Ιούλη του 1959, η ΠΟΓΟ (Παγκύπρια Ομοσπονδία Γυναικείων Οργανώσεων) πήρε τη σκυτάλη από την ΠΟΔΓ και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι η πρωτοπόρα δύναμη του Κυπριακού γυναικείου κινήματος.
Από τότε μέχρι σήμερα έγιναν πραγματικά άλματα σε ότι αφορά στη θέση της γυναίκας στην Κυπριακή κοινωνία και τις κατακτήσεις της. Η σφραγίδα του Κινήματος της Αριστεράς σ’ αυτά τα άλματα είναι ανεξίτηλη. Τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά παρόλο που η ισοτιμία ανδρών και γυναικών στην πράξη εξακολουθεί να είναι ακόμα ζητούμενο. Αναφέροντας τους αγώνες του Κυπριακού οργανωμένου κινήματος θα ήταν παράληψή μας να μην αναφερθούμε στις γυναίκες εκείνες που χάραξαν πρώτες το δρόμο για τη γέννηση του, αποτίνοντας φόρο τιμής. Στην Κατίνα Νικολάου, στην Κλειώ Ιωαννίδου, στη Φωφώ Βασιλείου, στη Λευκή Μαραθοβουνιώτου, στην Αρτεμισία Χαμπή Νικόλα και σε τόσες άλλες συντρόφισσες επώνυμες και ανώνυμες που έσπασαν τις αλυσίδες και αγωνίστηκαν για την Κύπρια γυναίκα, την Κύπρια εργαζόμενη, για το δίκαιο της τάξης τους. Η προσφορά τους υπήρξε ανεκτίμητη, για αυτό κάθε νέα κατάκτηση του γυναικείου κινήματος, είναι τιμή στη μνήμη και τη δράση τους.
Η ΠΟΓΟ έχοντας στις 6 του Μάρτη το Παγκύπριο Συνέδριό της έβαλε ως στόχο της να αντιμετωπίσει τα σύγχρονα προβλήματα, ιδιαίτερα στις δυσμενείς συνθήκες τις Νέας Τάξης πραγμάτων που προαναφέραμε, οργανωμένα και συγκροτημένα, παραμένοντας στην πρώτη γραμμή της οργανωμένης πάλης ανάμεσα στις γυναίκες. Επίσης ως κομμάτι του Λαϊκού Κινήματος της Κύπρου έβαλε στόχο να αγωνιστεί και να παρέχει την απαραίτητη στήριξη στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για απελευθέρωση και επανένωση του τόπου και του λαού μας.
Αντί επιλόγου
Για να λύσουμε το πρόβλημα πρέπει πρώτα να το κατανοήσουμε και να παραμείνουμε ενωμένοι μακριά από αστικές αντιλήψεις του τύπου «είναι γυναίκα σημαίνει δεν οδηγεί καλά» ή χάριν της ισοτιμίας η γυναίκα να μην κάνει καμιά δουλεία νοικοκυριού και να τις κάνει ο άνδρας ή στη χειρότερη περίπτωση η ίδια η γυναίκα να προσλαμβάνει οικιακή βοηθό. Το ζήτημα πρέπει να γίνει αντιληπτό από τον καθένα μας, άνδρες και γυναίκες, ότι δεν είναι απλά θέμα ανισότητας αλλά θέμα ταξικής εκμετάλλευσης και θα πάψει να υπάρχει μόνο όταν ανατρέψουμε το σύστημα. Μέχρι τότε θα αγωνιζόμαστε για την ισοτιμία κάθε γυναίκας σε όλους τους τομείς, για να σταματήσει να υπάρχει και η ταξική και η φυλετική της εκμετάλλευση.