Στις 3 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν 18 χρόνια απο τον θάνατο του Πίτερ Νόρμαν, του αθλητή που «πλήρωσε» ακριβά την επιλογή του να εκφράσει δημόσια τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη του στον αγώνα κατά του ρατσισμού.
Ο Πίτερ Νόρμαν ήταν Αυστραλός ολυμπιονίκης στίβου, που στους Ολυμπιακούς στο Μεξικό το 1968 κατάφερε να πάρει το ασημένιο μετάλλιο, αποτελώντας την έκπληξη της κούρσας αφού δεν ήταν στα φαβορί. Με χρόνο 20,06 που αποτελεί μέχρι σήμερα εθνικό ρεκόρ για την Αυστραλία, ανέβηκε στη δεύτερη θέση του βάθρου ανάμεσα στους Τόμι Σμίθ και Τζόν Κάρλος.
Οι Τόμι Σμίθ και Τζον Κάρλος ήταν μαύροι, Αμερικανοί σπριντέρ οι οποίοι έμειναν στην ιστορία ως πρωταγωνιστές της φωτογραφίας που τους δείχνει με υψωμένη τη γροθιά, φορώντας μαύρο γάντι κατά τη διάρκεια της απονομής στους Ολυμπιακούς του 1968. Η υψωμένη γροθιά με το γάντι αποτελούσε το γνωστό χαιρετισμό του κινήματος των «Μαύρων Πανθήρων». Η ενέργειά τους αποσκοπούσε να στείλει από τη μία, μήνυμα αντίστασης στον ρατσισμό και από την άλλη, μήνυμα αλληλεγγύης στα κινήματα της εποχής που αγωνίζονταν για κοινωνική ισότητα, ευημερία και ειρήνη.
Οι Ολυμπιακοί στο Μεξικό διεξήχθησαν σε μια περίοδο έντονων πολιτικών και κινηματικών διεργασιών στις ΗΠΑ και σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη. Των Ολυμπιακών προηγήθηκαν δυο ιστορικά γεγονότα τα οποία πυροδότησαν κύμα κινητοποιήσεων και εξελίξεων: στις 31.03.1968 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον με διάγγελμα «αποδεχόταν» την ήττα της ιμπεριαλιστικής επιχείρησης στο Βιετνάμ. Στις 04.04.1968 δολοφονείται ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, που αποτελούσε τον ηγέτη του κινήματος των Αφροαμερικάνων που διεκδικούσαν πολιτική ισότητα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ξεκινούσαν οκτώ ημέρες μετά τη δολοφονία του Λούθερ Κίνγκ και 12 ημέρες μετά την οριστική ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ (12-27 Απριλίου 1968).
Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πολλοί αθλητές έψαχναν τρόπους να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους και να στείλουν μηνύματα σε όλο τον κόσμο. Σε αυτους τους αθλητές ήταν και οι ολυμπιονίκες των 200 μέτρων Τόμι Σμίθ και Τζόν Κάρλος, οι οποίοι κατά τη μετάβαση τους για την απονομή αποφάσισαν να φορέσουν γάντια και να κάνουν τον χαιρετισμό των «Μαύρων Πανθήρων». Στη διαδρομή αντιλήφθηκαν ότι είχαν ξεχάσει το ένα ζευγάρι γάντια, με τον Πίτερ Νόρμαν να τους προτείνει να φορέσουν από ένα.
Ο Νόρμαν δεν έμεινε στη λύση του διαδικαστικού ζητήματος. Θέλοντας να δηλώσει τη στήριξη του και να συνταχθεί στο πλευρό όσων αγωνίζονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ζήτησε από τους δύο Αμερικάνους συναθλητές του να του δώσουν μια από τις κονγκάρδες της Ολυμπιακής Οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα που είχαν.
Με την ανάρτηση της κονγκάρδας στη φόρμα του, ο Πίτερ Νόρμαν έπαυε να είναι το αουτσάιντερ που έκανε την έκπληξη και κατ’ επέκταση, ο εθνικός ήρωας για την Ολυμπιακή Ομοσπονδία και την κυβέρνηση της Αυστραλίας. Η συνειδητή συμμετοχή του στην ενέργεια των συναθλητών του, έμελλε από τη μία να τον κάνει ισάξιο πρωταγωνιστή της πιο χαρακτηριστικής φωτογραφίας σε απονομή μεταλλίων στην ιστορία των Ολυμπιακών και από την άλλη, να γνωρίσει την πιο σκληρή και άδικη τιμωρία της κυβέρνησης και της Ολυμπιακής Επιτροπής της χώρας.
Στην Αυστραλία επικρατούσε το δόγμα της «Λευκής Αυστραλίας» που ακολούθησε πρακτικές απαρτχάιντ και αποσκοπούσε στον διωγμό των γηγενών Αβορίγινων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το γεγονός ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, με νόμο το Κράτος είχε το δικαίωμα να παίρνει τα παιδιά των ιθαγενών Αβορίγινων και να τα δίνει για υιοθεσία σε λευκά ζευγάρια.
Αυτό το κράτος ήταν που έπρεπε να διαχειριστεί και τη συμμετοχή του Πίτερ Νόρμαν σε μια ενέργεια η οποία έκανε τον γύρο του κόσμου. Αρχικά φρόντησε να μην τύχει υποδοχής ολυμπιονίκη, να μη δεχθεί καμία τιμητική διάκριση σε εθνικό επίπεδο και στη συνέχεια τον απέκλεισε από τους επόμενους Ολυμπιακούς, το 1972 στο Μονάχο.
Για να συμμετάσχει αθλητής σε Ολυμπιακούς, έπρεπε να «πιάσει» το όριο που έθετε η Παγκόσμια Ολυμπιακή Ομοσπονδία. Ο Πίτερ Νόρμαν δεν εκπροσώπησε την Αυστραλία στους Ολυμπιακούς του Μονάχου, παρόλο που είχε ξεπεράσει το όριο 13 φορές, πράγμα που φανερώνει την εκδικητική στάση του κράτους προς τον Νόρμαν.
Ο Νόρμαν πέθανε το 2006. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν αρκετοί αθλητές, ανάμεσα τους και οι ολυμπιονίκες Τόμι Σμίθ και Τζον Κάρλος, οι οποίοι μετέφεραν και το φέρετρο.
Τελικά η Ομοσπονδιακή Βουλή της Αυστραλίας, στις 11 Οκτωβρίου 2012, αναγνώρισε τα εξαιρετικά αθλητικά του επιτεύγματα και το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς το 1968, στα 200 μέτρα. Παραδέχθηκε τη γενναιότητά του να φορέσει την κονκάρδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο βάθρο των νικητών και σε ένδειξη αλληλεγγύης στους Αφροαμερικανούς αθλητές Σμιθ και Κάρλος, που έκαναν τον χαιρετισμό της «μαύρης δύναμης». Επίσης, απολογήθηκε για το λάθος της Αυστραλίας να μη τον συμπεριλάβει στην αποστολή για τους Ολυμπιακούς του 1972, παρά την πρόκρισή του. Έστω και καθυστερημένα, αναγνώρισε επίσης τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Νόρμαν στην καταπολέμηση του ρατσισμού.
Για τη σημερινή κοινωνία όπου η λογική των ίσων αποστάσεων αναδεικνύεται ως σωτήρια, το παράδειγμα του Πίτερ Νόρμαν παραμένει φωτεινό και επιβεβλημένο. Σήμερα που βλέπουμε αμάχους και παιδιά να γίνονται θυσία στον βωμό του ιμπεριαλισμού, που βλέπουμε τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία να φουντώνουν, που οι ανισότητες αυξάνονται καθημερινά, οφείλουμε να πάρουμε θέση.
Οφείλουμε να σταθούμε δίπλα στους αγωνιζόμενους λαούς για μια κοινωνία που θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο, που δεν τον ξεχωρίζει ανάλογα με το χρώμα, τον τραπεζικό λογαριασμό, τη θρησκεία και τη γλώσσα του.
Πέτρος Κούκος
Συντακτική Επιτροπή «ν»