Η προάσπιση της ιστορικής αλήθειας αποτελεί όχι παρελθοντολογία αλλά όπλο για το μέλλον και ευθύνη προς τις νέες γενιές και τον τόπο. Το πρώτο μέρος του άρθρου για το χρονικό της προδοσίας, θα επιχειρήσει εν συντομία να σκιαγραφήσει τη σκοτεινή ιστορία της ΕΟΚΑ Β’, πάντα λαμβάνοντας διαλεκτικά υπόψη της συνθήκες της τότε εποχής και ποτέ αποκομμένα από την πολιτική πτυχή και φύση της περιόδου εκείνης.
Αντί εισαγωγής
Όλοι έχουμε ακούσει την -κατά πολλούς κλισέ- φράση, πως «η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Μια φράση η οποία σε μεγάλο βαθμό μπορεί να θεωρηθεί κάπως απόλυτη, εφόσον αγνοώντας τις συνθήκες αλλά και τις απώλειες των συγκρουόμενων δυνάμεων κάθε ιστορικής στιγμής, ορίζει τον νικητή ως παντοδύναμο και κατ’ επέκταση ικανό να καταγράψει και να ερμηνεύσει την ιστορική πραγματικότητα όπως τον συμφέρει. Ανεξάρτητα του πως προσλαμβάνει όμως κανείς την ικανότητα των νικητών και ευρύτερα -στην εποχή μας- της αστικής τάξης, να (ξανα)γράφει την ιστορία, όσον αφορά την κυπριακή τραγωδία δύσκολα μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει «νικητές», άλλους από τους ιμπεριαλιστές, εφόσον ακόμα και τα εδώ ανδρείκελα τους μετά το δίδυμο έγκλημα του πραξικοπήματος και της εισβολής βρέθηκαν απομονωμένα και καταδικασμένα στην συνείδηση του κυπριακού λαού.
Παρ’ όλ’ αυτά, λόγω της οργανικής σύνδεσης τους με τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης -με τη μορφή που εκείνη υπήρχε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στο νησί- πολλοί μετέχοντες της προδοσίας εις βάρος του νησιού μας, ηγετικά στελέχη της ΕΟΚΑ Β’, κατάφεραν όχι απλά να μην τιμωρηθούν αλλά να ανελιχθούν ακόμα και σε ύπατα αξιώματα. Κάπως έτσι λοιπόν, ένα βαθύ κράτος απαρτιζόμενο από πρώην ΕΟΚΑβιτατζήδες ακροδεξιούς, σχηματίστηκε στο νησί.
Αυτό το βαθύ κράτος, δεν έχει σταματήσει λεπτό τις τελευταίες δεκαετίες να επιχειρεί μετά μανίας να παραχαράξει την Ιστορία εκείνων των τεταμένων δεκαετιών του 1950-1970. Μια παραχάραξη που αποβλέπει να ξεπλύνει τη ντόπια δεξιά από τις εγκληματικές πολιτικές και ηθικές ευθύνες της για όσα πέρασε το νησί, να εξευγενίσει σκοτεινές πτυχές της κυπριακής ιστορίας και να μειώσει τις θυσίες της μοναδικής οργανωμένης πατριωτικής δύναμης του νησιού, της Αριστεράς.
Το τέρας οργανώθηκε το 71’ αλλά δρούσε από πριν
Μια στείρα ιστορική αφήγηση που τοποθετεί την αφετηρία της προδοσίας στο 1971 και την ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’ και καταλήγει στο πραξικόπημα, είναι ανεπαρκής. Αυτό διότι αφαιρεί από την ανάλυση όλη τη διαδικασία που προηγήθηκε και εν τέλει καθόρισε το περιεχόμενο της προδοσίας και τη φύση της ΕΟΚΑ Β’. Οφείλουμε λοιπόν να μελετούμε όλα τα ιστορικά στάδια που προηγήθηκαν της κορύφωσης της κυπριακής τραγωδίας.
1955-59: Η εμβρυακή εμφάνιση του εοκαβίτικου φασισμού
Το 1955 το αίτημα για ένωση κυριαρχούσε οριζόντια στο λαϊκό αίσθημα του κυπριακού λαού. Την ίδια ώρα η ντόπια Δεξιά και αστική τάξη βρίσκονταν σε μια θέση πολιτικής αμηχανίας εφόσον η μόνη δύναμη η οποία μαχητικά προέταζε -πάντα με αντιμπεριαλιστικό πρόσημο- το εν λόγω αίτημα, ήταν η Αριστερά. Έτσι λαμβάνεται η απόφαση για ένοπλο αγώνα από τον οποίο θα έπρεπε πάση θυσία να αποκοπεί η Αριστερά. Πολιτικός ηγέτης του αγώνα ορίζεται ο Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος, μετέπειτα Μακάριος Γ’. Επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους τίθεται ο ακροδεξιός Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου στην Ελλάδα διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Γερμανούς Ναζί και τους Βρετανούς, αφού ήταν ο επικεφαλής της προδοτικής Οργάνωσης «Χ». Ο αγώνας της ΕΟΚΑ του 55-59, ανεξάρτητα από το πως αξιολογείται πολιτικά και ιστορικά, προφανώς χαρακτηρίστηκε από ηρωικές στιγμές και σε αυτόν μετείχαν και αγνοί αγωνιστές. Παρ’ όλ’ αυτά, στα πλαίσια της ΕΟΚΑ και κυρίως στον περίγυρο του Γεώργιου Γρίβα, εκκολάφθηκαν φασιστικά – ακροδεξιά στοιχεία που στη συνέχεια θα αποτελούσαν την προδοτική ΕΟΚΑ Β’.
Ταυτόχρονα, την περίοδο εκείνη, ακροδεξιά στοιχεία πίσω από το «κάλυμμα» του απελευθερωτικού αγώνα εγκαινίασαν δολοφονικές μεθόδους, οι οποίες τα επόμενα χρόνια επρόκειτο να αιματοκυλήσουν το νησί: μάσκα, άνανδρες επιθέσεις, πολιτικές δολοφονίες, όλα πίσω από ανυπόστατα προσχήματα. Κάπως έτσι την περίοδο του αγώνα αθροίζονται περισσότεροι αριστεροί και Τ/Κ δολοφονηθέντες από άνδρες της ΕΟΚΑ, παρά Βρετανοί αποικιοκράτες. Ενδεικτικά αναφέρονται, οι Σάββας Μένοικος, Ηλίας Ττοφαρής, ο Ανδρέας Σακκάς, ο Δημήτρης Γιασεμή, ο Παναγιώτης Στυλιανού, η Μαρία Χαρίτου και η Δεσπούλα Κατσούρη η οποία δολοφονήθηκε σε ηλικία μόλις 13 χρονών. Τα πιο πάνω ονόματα πέρασαν μαζί με άλλα στο πάνθεο των ηρώων της Αριστεράς ενώ ταυτόχρονα συνοψίζουν και το μίσος του φασισμού αλλά και του ίδιου του Γρίβα απέναντι στον λαϊκό κίνημα της Κύπρου. Μίσος το οποίο κάλλιστα συνοψίζεται και στις δικές του αναφορές, όπως: «Θα βάλω χέρι αλύπητα και στους κομμουνιστάς προδότας και θα αρχίσω ανοικτό πόλεμο εναντίον των».
Ροκανίζοντας τα θεμέλια της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας
Εν τέλει ο αγώνας της ΕΟΚΑ ηττήθηκε στρατιωτικά και η de facto πολιτική ηγεσία του νησιού κατέληξε στην υπογραφή των απαράδεκτων Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, στις οποίες συγκατάθεσαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, εξαιρουμένου του ΑΚΕΛ και του τότε δήμαρχου Λευκωσίας, Θεμιστοκλή Δέρβη.
Μέσα από εκείνες τις απαράδεκτες συνθήκες η Κύπρος κληροδότησε μια λαβωμένη ανεξαρτησία και έτσι προέκυψε η Κυπριακή Δημοκρατία. Το νεοσύστατο κράτος χαρακτηριζόταν από πλειάδα στρεβλώσεων, εξαρτήσεων και βαριδιών. Το γεγονός αυτό ευνόησε τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος για τη συνέχιση της δράσης από ακροδεξιές και εξτρεμιστικές ομάδες και από τις δύο κοινότητες.
Τη δεκαετία του ‘60 διάφορες εξτρεμιστικές – εθνικιστικές ομάδες, δρώντας ως κράτος εν κράτη, πλήγωσαν βαθιά το νεοσύστατο Κράτος. Ουσιαστικά, η δεξιά και η ακροδεξιά παρά το ότι υπέγραψαν τις συνθήκες δεν αποδέχτηκαν ποτέ την ίδρυση του Κράτους και το πολέμησαν μέσα από τα διάφορα «καπετανάτα» τους. Οι διάφορες ομάδες κυκλοφορούσαν σπέρνοντας το χάος με δολιοφθορές και επιθέσεις σε αντιφρονούντες. Ταυτόχρονα, η ηγεσία των Ε/Κ δεν εγκατέλειψε ποτέ τη ρητορική για Ένωση, συμπεριλαμβανομένου και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Σε αυτό το ψηφιδωτό εθνικιστικού κλίματος ήρθε να προστεθεί και η επιστροφή του Γρίβα στην Κύπρο.
Το τεταμένο κλίμα και οι παλινδρομήσεις του Μακαρίου με τα «13 σημεία», οδήγησαν στις δικοινοτικές ταραχές, οι οποίες με τη σειρά τους έφεραν την αποχώρηση των Τ/Κ από την Κυβέρνηση και έπειτα από τις ασφυκτικές πιέσεις και την τρομοκρατία της τουρκοκυπριακής εξτρεμιστικής οργάνωσης ΤΜΤ, την απομόνωση τους στους θύλακες. Ο de facto διαχωρισμός του λαού μας έστρωσε το πεδίο στην ακροδεξιά ένθεν και ένθεν, να εντείνει την προπαγάνδα περί «Ένωσης» και «Ταξίμ» αντίστοιχα, γεγονός το οποίο βόλευε εξαιρετικά τα διχοτομικά σχέδια που επεξεργαζόταν το ΝΑΤΟ, η CIA και τα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Όταν το 1968 ο Μακάριος Γ’ εγκατέλειψε επιτέλους τη ρητορική της Ένωσης και στράφηκε στην πολιτική του «εφικτού», δηλαδή την προάσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στηριζόμενος στις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, η ακροδεξιά προεξάρχοντως του Γρίβα, τον κατηγόρησαν για προδοσία του ενωτικού ιδεώδους. Εκεί προέκυψαν οι συνθήκες για σκληρή οργάνωση της ακροδεξιάς σε μια ενιαία οργάνωση, η οποία θα έμενε στην ιστορία, με μαύρα γράμματα, ως ΕΟΚΑ Β’.
Ίδρυση και πυλώνες δράσεις του ακροδεξιού μορφώματος
Το 1971 ο αρχιπροδότης Γρίβας ιδρύει την ακροδεξιά ΕΟΚΑ Β’. Διακηρυγμένος σκοπός της οργάνωσης ήταν η συνέχιση του αγώνα για Ένωση. Στην πραγματικότητα, η όλη δράση της ΕΟΚΑ Β’ είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά: Την υπόσκαψη της νομιμότητας και της κυβέρνησης Μακαρίου και το χτύπημα των δημοκρατικών δυνάμεων που προάσπιζαν την Κυπριακή Δημοκρατία και την ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων, με πρώτο και κύριο στόχο τη μεγάλη πατριωτική δύναμη του τόπου, το ΑΚΕΛ.
Τη δράση της οργάνωσης χαρακτήριζαν ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών και άλλων δημόσιων κτηρίων, πολιτικές δολοφονίες και άλλες τρομοκρατικές ενέργειες, βομβιστικές επιθέσεις εναντίον γραφείων του ΑΚΕΛ και οικιών στελεχών του κόμματος. Ενδεικτικό της εοκαβίτικης δράσης συνιστά το ότι εκρηκτική βόμβα ρίχτηκε και στην είσοδο του σπιτιού του τότε Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ, Εζεκία Παπαϊωάννου στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα να προκληθούν αρκετές ζημιές.
Την ίδια ώρα, με την εμφάνιση της ακροδεξιάς ΕΟΚΑ Β’, ξέσπασε κρεσέντο εγκληματικών ενεργειών όπως απαγωγές, απειλές και πολιτικές δολοφονίες. Όλες αυτές οι ενέργειες δεν αποτελούσαν χαρακτηριστικά μόνο της τεταμένης περιόδου μετά το πραξικόπημα αλλά συνολικά της τριετίας 1971-74. Παράδειγμα της όλης εγκληματικής δράσης της ακροδεξιάς οργάνωσης είναι η δολοφονία του 17χρονού Κυριάκου Παπαλάζαρου. Συγκεκριμένα, φασίστας αστυνομικός της ΕΟΚΑ Β’ δολοφόνησε εξ’ επαφής τον νεαρό μέσα στη Μονή Πάφου, λόγω των αριστερών και δημοκρατικών φρονημάτων του και της οικογενείας του. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και ο Ανδρέας Αρμεύτης ο οποίος δολοφονήθηκε από μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης για τη δημοκρατική του δράση τον Ιούνη του 1973. Μαζί με αυτούς, διάφοροι άλλοι που χτυπήθηκαν ή και δολοφονήθηκαν επειδή πρόταξαν τη ζωή τους απέναντι στη φασιστική απειλή που δηλητηρίαζε το νησί. Το πλέον τραγικό είναι το ότι οι δολοφόνοι όλων αυτών των ηρώων όχι απλά βρήκαν πολιτική στέγη, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά μερικοί εξ’ αυτών κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι ανάμεσα μας.
Όλη αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι και την περίοδο μετά το πραξικόπημα, το οποίο αποτέλεσε την κορύφωση της εγκληματικής δράσης της ΕΟΚΑ Β’. Η δράση των φασιστών καθ’ όλη τη διάρκεια των χρόνων αυτών, συνιστά επιβεβαίωση του ότι κάθε τους πράξη και κίνηση ήταν σχεδιασμένη και συνειδητή: οι εοκαβιταζήδες δεν ήταν άφρονες και σε καμιά περίπτωση η σύγκρουση ανάμεσα στον φασισμό και τη δημοκρατία δεν αποτελεί «εμφύλιο διχασμό», όπως πολλοί αναίσχυντα προσπαθούν να πείσουν μέχρι και σήμερα.
Στο Μέρος Β’, στο επόμενο τεύχος της Νεολαίας, θα αναλυθεί η πορεία προς το πραξικόπημα, η σχέση της προδοτικής ΕΟΚΑ Β’ με τους κυρίαρχους κύκλους και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα καθώς και τα διάφορα σχέδια και η τελική εκπόνηση του δίδυμου εγκλήματος εις βάρος του Λαού μας.
Παναγιώτης Γεωργίου
ΕΔΟΝ Ηνωμένου Βασιλείου