Ο ερχομός του Covid19, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η συνέχεια που ακολούθησε, κλόνισε ακράδαντα τον πρωτογενή τομέα σε όλο τον κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη. Τιμές σε αγροτικά χρειώδη όπως λιπάσματα, πετρέλαιο, ρεύμα, γεωργικά φάρμακα εκτοξευθήκαν και κατά συνέπεια μετακυλήθηκαν στα γεωργικά προϊόντα.
Μέσα από το παρών άρθρο, θα προσπαθήσουμε εν συντομία να εξηγήσουμε και να απαντήσουμε τα εξής:
- Δικαιολογούνται οι αυξήσεις στο τελικό προϊόν; Ποιος κερδίζει;
- Πως αντιδρά η Ε.E. σε αυτή την κατάσταση;
- Πως η κατάσταση επηρεάζει την κυπριακή νεολαία; Παραμένει στην ύπαιθρο; Στηρίζει τον πρωτογενή τομέα;
Πως δικαιολογούνται οι αυξήσεις στα γεωργικά προϊόντα;
Αρχικά ας δούμε τα πράγματα από την αντίθετη οπτική γωνιά, από την πλευρά του παραγωγού, με μια απλή μαθηματική πράξη. Για την παραγωγή ενός δεκαριού καλλιέργεια πατάτες χρειάζεται:
- Αγορά πατατόσπόρου (κόστος €50 η χαμηλότερη τιμή),
- €200 νερό (έξοδα για ρεύμα και πετρέλαιο),
- €100 για λίπανση %,
- €50 προληπτικοί ψεκασμοί.
Έξοδα συνολικής αξίας €400. Χωρίς να έχουμε υπολογίσει κόστος φύτευσης και εκρίζωσης, άλλα €500, αλλά φυσικά και εργατοώρες και τον παράγοντα προσβολής από ασθένειες ή και ζημιές από θεομηνίες (π.χ. χαλάζι). Μια φυτεία πατάτας χρειάζεται, αναλόγως ποικιλίας, 90-120 μέρες και η παραγωγή κυμαίνεται από 1,5 μέχρι 2,5 τόνους/δεκάριο. Μέσος ορός, δύο τόνοι με τιμή εμπορίας να ήταν στα €300/τόνο (ψυκτικά και συντήρηση αποκόπτονται από τον παραγωγό).
Επομένως, από αυτό το απλό παράδειγμα μπορούν όλοι να αντιληφθούν ότι η τιμή σε ένα προϊόν κινείται αναλόγως των αναγκών της αγοράς και όταν τα κόστη παραγωγής υπερβαίνουν την αξία του προϊόντος, τότε ο παραγωγός είτε θα αυξήσει τις τιμές για να επιβιώσει, είτε θα σταματήσει να φυτεύει και να παράγει.
Από την άλλη, μεγάλη ερώτηση αποτελεί και το πως τα προϊόντα καταλήγουν σε τέτοιες ψηλές τιμές στους καταναλωτές;
Αυτό οφείλεται στους εξής παράγοντες:
- Η έλλειψη οργάνωσης των παραγωγών στους τομείς εμπορίας και η παρουσία πολλών μεσαζόντων συντελούν στην αύξηση τιμών. Στην πραγματικότητά, ο παραγωγός δεν πληρώνεται ούτε τα μισά.
- Ο Covid19 αρχικά και στη συνέχεια ο πόλεμος, αύξησαν τις τιμές στα γεωργικά προϊόντα λόγω μη επάρκειας τους, κάτι που οι κλάδοι εμπορίας το εκμεταλλευτήκαν και συνεχίζουν ακόμη, με αποτέλεσμα οι τιμές να παραμένουν ακόμα ψηλές. Ρωσία και Ουκρανία αποτελούσαν τους βασικούς χώρους εξόρυξης λιπασμάτων και καλλιέργειας σιτηρών που τροφοδοτούσαν την Ευρώπη. Με την απουσία τους από την αγορά οι τιμές στα αγροτικά χρειώδη εκτοξευθήκαν.
- Λόγω αυτής της κατάστασης, όποιος ασχολείται με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων μείωσε την αρχική του παραγωγή και το έκανε αυτό γιατί το κόστος εγκατάστασης οποιασδήποτε καλλιέργειας έχει διπλασιαστεί. Πλέον μιλάμε για θέματα επάρκειας τροφίμων, ως άλλος ένας παράγοντας για τη αύξηση στην τιμή των γεωργικών προϊόντων.
Πως η Ε.Ε. αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση;
Η Ε.Ε. μοιάζει με άνθρωπο που πατά σε δύο βάρκες αλλά έχοντας το βάρος στο δεξί πόδι. Από τη μια, έχουμε κονδύλια εκατομμυρίων προς τον αγροτικό κόσμο και πολίτικες στήριξης του πρωτογενή τομέα, όπως οι πλατφόρμες εμπορίας γεωργικών προϊόντων και η λεγομένη πολιτική «από το αγρόκτημα στο πιάτο». Κονδύλια όμως, που βγήκαν μέσα από φορολόγηση των ευρωπαίων πολιτών.
Από την άλλη έχουμε την αλλαγή στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, με δράσεις οι οποίες για να αυξήσουν το εισόδημα του ήδη «πληγωμένου» οικονομικά γεωργού, τον μετατρέπουν σε υποχείριο των καρτέλ εμπορίας σπόρων και χρειωδών. Έχουμε επίσης την προσπάθεια για «πλασάρισμα» των γενετικά τροποποιημένων φυτών, αλλάζοντας την ονομασία τους σε «Νέες Γονιδιοματικές Τεχνικές», εγκλωβίζοντας ουσιαστικά τον αγρότη, για να μπορεί να παράγει στην εφαρμογή αυτών των μεθόδων.
Το τελευταίο, αποτελεί πολιτικό και περιβαλλοντικό έγκλημα. Η ΕΕ με απόφαση της είχε αποκλείσει τη χρήση για κατανάλωση και καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, τώρα όμως που οι εταιρίες παραγωγής την βρήκαν λαβωμένη οικονομικά, βρήκαν τον τρόπο να τα «πλασάρουν» με άλλο όνομα μεν, αλλά με την ίδια επικινδυνότητα δε, με επιχειρήματα ότι αυτές οι μέθοδοι θα καλύψουν τις ανάγκες επάρκειας κ.τ.λ.
Γιατί αυτό αποτελεί περιβαλλοντικό πολιτικό έγκλημα;
Η διασταύρωση σε ένα είδος φυτού με ένα άλλο, είναι κάτι το οποίο γίνεται για χιλιάδες χρόνια από τους επικονιαστές αρχικά (μέλισσες) και μετέπειτα από τον άνθρωπο. Αυτό όμως όποτε και γινόταν, γινόταν έξω στη φύση και η ίδια το αποδεχόταν με πολλά παραδείγματα φυτών. Η παραγωγή ενός είδους στο εργαστήριο με γονίδια και τεχνικές που η ίδια η φύση δεν τις αποδέχεται, σαφώς και αποτελεί περιβαλλοντικό έγκλημα.
Πολιτικό έγκλημα αποτελεί όταν για την παραγωγή τροφής, ο γεωργός θα είναι αναγκασμένος να αγοράσει από τον έμπορα φυτά για να έχει παραγωγή γιατί το κόστος καλλιέργειας των υπολοίπων θα είναι ασύμφορο, με κίνδυνο φυσικά να εξαλειφθούν είδη και παραδοσιακές ποικιλίες.
Όλη αυτή η κατάσταση σαφώς και επηρεάζει τη νεολαία του τόπου μας
Η ακρίβεια των γεωργικών προϊόντων δυσχεραίνει ακόμη και τις διατροφικές προτιμήσεις ενός νέου, πόσο μάλλον μιας νέας οικογένειας. Στην Κύπρο σε πολλές κοινότητες τις υπαίθρου πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με την παραγωγή σαν συμπληρωματικό εισόδημα. Αυτοί όμως οι άνθρωποι πλέον έχουν μεγαλώσει και η ύπαιθρος, κυρίως στις ορεινές κοινότητες, έχει ερημώσει. Μαζί της τα χωράφια και τα περιβόλια. Αναγκαίο βήμα για την βελτίωση αυτής κατάστασης θα πρέπει να είναι, το κράτος:
- Να δημιουργήσει υποδομές για νέα ζευγάρια στην ύπαιθρο (σχολεία, νηπιαγωγεία κ.ο.κ.),
- Να αποκεντρώσει κρατικές υπηρεσίες προς την ύπαιθρο,
- Να δώσει κίνητρα σε νέους ανθρώπους που θέλουν ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα, έστω και σαν συμπληρωματικό εισόδημα.
Η Κύπρος είναι μια χώρα που μπορεί στα πλείστα προϊόντα να είναι αυτάρκης για αυτό και το κράτος θα πρέπει να χαράξει πολιτικές με κατεύθυνση προς τους νέους που θέλουν ασχοληθούν με την παραγωγή, για να δοθεί ξανά ζωή στις ορεινές κοινότητες του τόπου μας.
Γιάννης Δημητρίου
Μέλος Γραφείου Περιβάλλοντος Κ.Σ. ΕΔΟΝ
Επαρχιακός Γραμματέας ΕΚΑ Λάρνακας
Οργανωτικός Γραμματέας Αγροτικής Νεολαίας ΕΚΑ