Iστορικό πλαίσιο και συγκεκριμένες ιδιομορφίες
«Απόλυτη απαίτηση της μαρξιστικής θεωρίας είναι, όταν εξετάζεται ένα οποιοδήποτε κοινωνικό πρόβλημα, να τοποθετείται μέσα σε ορισμένα ιστορικά πλαίσια και ύστερα, αν πρόκειται για μια χώρα (λ.χ. για το εθνικό πρόγραμμα μιας δοσμένης χώρας), να παίρνονται υπόψη οι συγκεκριμένες ιδιομορφίες που κάνουν αυτή τη χώρα να διαφέρει από τις άλλες μέσα στα όρια μιας και της ίδιας ιστορικής εποχής.»1
Το κυπριακό πρόβλημα στη σύγχρονη εκδοχή του τοποθετείται στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, όπου «η βασική, ουσιαστικότατη και αναπόφευκτη στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού διαίρεση των εθνών, είναι η διαίρεσή τους σε έθνη που καταπιέζουν και έθνη που καταπιέζονται».2
«Το Κυπριακό είναι πρωτίστως διεθνές πρόβλημα εισβολής, κατοχής, παράνομου εποικισμού, εθνικού ξεκαθαρίσματος και ξένων επεμβάσεων. Ταυτόχρονα, το πρόβλημα έχει και την εσωτερική του πτυχή, που αφορά τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων και την επιδιωκόμενη ομοσπονδιακή πολιτειακή δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας.»3
Ως προς την πρώτη πτυχή, δεν μπορεί να υπάρξει αποδεκτή λύση απελευθέρωσης που να μην προνοεί την αποκατάσταση της ακεραιότητας, ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων-βασικών ελευθεριών και κατάργηση εποικισμού, εγγυήσεων, επεμβατικών δικαιωμάτων, την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, την αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου και την επιστροφή των προσφύγων. Αυτές οι προϋποθέσεις δεν περιγράφουν τίποτα περισσότερο από την αστικοδημοκρατική αρχή της τυπικής ισότητας - πολιτικής ανεξαρτησίας, που όμως «ο ιμπεριαλισμός τείνει να την παραβιάσει γιατί σε συνθήκες προσάρτησης, η οικονομική προσάρτηση είναι συχνά βολικότερη, φτηνότερη […] ευκολότερη, ησυχότερη».4
Ως προς την εσωτερική πτυχή στόχος είναι η επανένωση και η ειρηνική συνύπαρξη του κυπριακού λαού που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ομοσπονδιακή Κύπρο, η οποία «θα αποτελεί συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα κράτος με μια και μόνη κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια».5 Η ομοσπονδιακή δομή από άποψη οικονομίας, έκτασης, γεωμορφολογίας δεν θα ήταν ενδεδειγμένη, ωστόσο λόγω του κυπριακού προβλήματος αποτελεί αποδεδειγμένα το μοναδικό σημείο που μπορούν να συναντηθούν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Αποτελεί έναν οδυνηρό συμβιβασμό όχι με τον ιμπεριαλισμό, αλλά μεταξύ των δύο κοινοτήτων ακριβώς για να αναιρέσουν τα τετελεσμένα της ιμπεριαλιστικής κατοχής.
Δικαίωμα στην αυτοδιάθεση
Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα κάθε λαού και καθοριστικό κριτήριο στην ανάλυση του εθνικού ζητήματος. Οι Ε/κ εθνικιστές υποστηρίζουν ότι στο νησί «νόμιμοι» κάτοικοι είναι μόνο οι Ελληνοκύπριοι και άρα η αυτοδιάθεση μεταφράζεται σε «Ένωση» με την Ελλάδα ή έστω ένα αποκλειστικά ελληνοκυπριακό κράτος. Εξίσου νατιβιστικά, οι Τ/κ εθνικιστές υποστηρίζουν ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο ξεχωριστοί λαοί και άρα η αυτοδιάθεση μεταφράζεται σε διχοτόμηση «taksim» ή/και τουρκική προσάρτηση των κατεχομένων.
Ωστόσο, «αυτοδιάθεση των εθνών ονομάζεται η πολιτική ανεξαρτησία» και είναι η βασική και αδιαπραγμάτευτη προέκταση της αρχής της ισότητας των εθνών.6 7 Δηλαδή, όχι μόνο είναι ξένη προς τις εθνικιστικές επιδιώξεις οποιασδήποτε μικρής ή μεγάλης εθνότητας, αλλά αντίθετα βασίζεται -και δεν νοείται χωρίς- στη συνειδητή άρνηση κάθε εθνικής διάκρισης-καταπίεσης.8 «Σαν αντίβαρο σε κάθε αστικό εθνικισμό, η εργατική δημοκρατία αντιπαραθέτει το αίτημα: απόλυτη ενότητα και ολοκληρωτική συγχώνευση των εργατών όλων των εθνοτήτων σε όλες τις εργατικές οργανώσεις, συνδικαλιστές, συνεταιριστικές, καταναλωτικές, μορφωτικές και κάθε λογής άλλες».9 Παράλληλα, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δεν σημαίνει υποχρεωτικά αποχωρισμό, ούτε παραβιάζεται όταν διαφορετικές εθνότητες ελεύθερα και αυτοβούλως αποφασίζουν τη συνύπαρξή τους σε ένα κοινό κράτος.
Οι εθνικιστές προσποιούνται ότι δεν κατανοούν ότι Ε/κ και Τ/κ αποτελούν έναν λαό. Καμώνονται, επίσης, πως δεν γνωρίζουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία στις δύο κοινότητες επανειλημμένα «ετυμηγορεί» πως βλέπει ως μοναδική αποδεκτή προοπτική τη συνύπαρξη σε μια ΔΔΟ.
Η πρόσφατη εξόφθαλμη παρέμβαση Τουρκίας-εποίκων για την επιβολή του διχοτομιστή Τατάρ ως «Τουρκοκύπριου ηγέτη» δεν αναιρεί την επανειλημμένα επιβεβαιωμένη θέση της τουρκοκυπριακής πλειοψηφίας για ομοσπονδία, αλλά αποδεικνύει πόσο ρεαλιστικός και άμεσος είναι ο κίνδυνος αφομοίωσης των κατεχομένων από την Τουρκία.
Το ευκταίο και το εφικτό
Συχνά οι «απορριπτικοί» προβάλλουν στοχευμένα τυχοδιωκτικές, ανεδαφικές και αντι-ιστορικές θέσεις, εξυπηρετώντας τη διαιώνιση της ιμπεριαλιστικής διχοτόμησης. Ωστόσο, μια πραγματικά επαναστατική θέση στο εθνικό ζήτημα δεν μπορεί παρά να το εξετάζει ρεαλιστικά και συγκεκριμένα, αλλά όχι απομονωμένα, να είναι εφικτή, υλοποιήσιμη και να λαμβάνει υπόψη τα αντικειμενικά, ιστορικά διαμορφωμένα δεδομένα, προοπτικές και κινδύνους. Ενδεικτικά, δύο τέτοια παραδείγματα της λενινιστικής προβληματικής είναι η συνεκτίμηση του κίνδυνου για «χειρότερη εθνική καταπίεση» από «πιο αρπακτικούς και ισχυρούς γείτονες» και η ανάγκη υποταγής ενός συγκεκριμένου εθνικού ζητήματος στα συνολικά συμφέροντα των λαών και της εργατικής τάξης.10
Στην Κύπρο ο πρώτος κίνδυνος είναι δεδομένος. Όσο παρατείνονται-μονιμοποιούνται η κατοχή, και οι τουρκικές πολιτικές αφομοίωσης των κατεχομένων, η εξαφάνιση των Τουρκοκυπρίων ως διακριτή κοινότητα είναι θέμα χρόνου. Ταυτόχρονα, ο συνεχόμενος εποικισμός και οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας αποτελούν διαρκή κίνδυνο πλήρους κατάληψης της Κύπρου. Παράλληλα, η λύση ΔΔΟ ευνοεί τα συνολικά συμφέροντα του λαού και εργαζομένων, καθώς δεν επηρεάζει αρνητικά κανένα άλλο κράτος και προσφέρει στην ειρήνη στην περιοχή με το κλείσιμο μιας εστίας πολέμου.
Αποδεικνύεται καθημερινά ότι η απομάκρυνση της ομοσπονδιακής προοπτικής σημαίνει διχοτόμηση, είτε απροκάλυπτα (δύο κράτη) είτε συγκεκαλυμμένα (συνομοσπονδία). Η λύση είναι ζήτημα επιβίωσης για τον κυπριακό λαό στο σύνολό του και το δίλημμα «Ομοσπονδία ή διχοτόμηση» δεν είναι προπαγανδιστικό τέχνασμα, αλλά η σκληρή αποτύπωση της ίδιας της αντικειμενικής πραγματικότητας που καταδεικνύει ότι ο χρόνος μετρά αντίστροφα.
Περί ομοσπονδίας
Οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν διατύπωναν τη γενική άποψη ότι όσο διάφορα έθνη συνυπάρχουν σε ένα κράτος, η εργατική τάξη πρέπει να τάσσεται ενάντια στην ομοσπονδιακή αποκέντρωση, καθώς το μεγάλο συγκεντρωτικό αστικό κράτος είναι ένα τεράστιο ιστορικό επίτευγμα στην πορεία από τον φεουδαρχικό κατακερματισμό του Μεσαίωνα προς τη μελλοντική σοσιαλιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας. Όσο πιο μεγάλο και συγκεντρωτικό είναι ένα κράτος τόσο περισσότερο ευνοείται η πλατιά και γοργή ανάπτυξη της οικονομικής-παραγωγικής βάσης και τόσο λιγότερο ευάλωτο είναι στην καταπίεση από άλλα κράτη.11
Από εδώ καταπιάνεται και ξεπηδά ο δογματικός ισχυρισμός ότι ο Μαρξισμός είναι πάντα και παντού ενάντια στην ομοσπονδία. Αυτή η άποψη εκτός από εξόφθαλμα αντιδιαλεκτική είναι και ψευδής καθώς ο ίδιος ο Μαρξ -για παράδειγμα- στην περίπτωση της Ιρλανδίας προτιμούσε την ομοσπονδία αντί της εθνικής ανισοτιμίας και καταπίεσης από την Αγγλία.12 Ωστόσο, πάντοτε το βασικό δεν είναι το «γράμμα» αλλά το «πνεύμα» του Μαρξισμού. Η ομοσπονδία απορρίπτεται εκεί-και-όπου είναι μέσο κατακερματισμού ενός συγκεντρωτικού κράτους για τους προαναφερθέντες λόγους. Είναι πασιφανές ότι η κυπριακή ομοσπονδοποίηση όχι μόνο δεν επιφέρει κατακερματισμό αλλά αντίθετα αποτελεί τη μοναδική ρεαλιστική προοπτική επανένωσης ενός de facto διχοτομημένου λαού, συνεπώς δεν είναι απλά αποδεκτή αλλά και αναγκαία.
Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται όχι μια χαλαρή και αποκεντρωμένη ομοσπονδία αλλά μια όσο πιο συγκεντροποιημένη, με ισχυρή κεντρική εξουσία. Η ισχυρή ομοσπονδία θα διασφαλίσει στην πράξη τη μαρξιστική-λενινιστική συγκεντρωτική αρχή ότι «όλα τα σπουδαία και ουσιαστικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας» πρέπει να ανήκουν «αποκλειστικά και μόνο στη δικαιοδοσία της κεντρικής παγκρατικής βουλής». Ταυτόχρονα, μια περιορισμένη έκταση του λεγόμενουκατάλοιπου εξουσίας όχι μόνο δεν υποσκάπτει την ενότητα του κράτους αλλά και τη διασφαλίζει. «Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός όχι μόνο δεν αποκλείει την τοπική αυτοδιοίκηση με αυτονομία των περιοχών, που τις διακρίνουν ιδιαίτερες οικονομικές και βιοτικές συνθήκες, ιδιαίτερη εθνική σύνθεση του πληθυσμού κ.λπ., μα απεναντίας απαιτεί επιτακτικά και το ένα και το άλλο».13
Η στάση των τάξεων και οι ενδο-αστικές αντιθέσεις
Η στάση των διάφορων τάξεων είναι ένα ακόμη βασικό κριτήριο που πρέπει να ενυπάρχει στην ανάλυση της θέσης και των καθηκόντων του προλεταριάτου. Οι Αμερικανο-νατοϊκοί εδώ και δεκαετίες στοχεύουν στη νατοποίηση-διχοτόμηση της Κύπρου. Το κύριο-άμεσο επαναστατικό καθήκον της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινή πάλη Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων μαζί με τους εργαζομένους άλλων χωρών ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια.
Κανείς νουνεχής δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η πάλη ενάντια στα διαχρονικά ιμπεριαλιστικά σχέδια διαμελισμού-νατοποίησης δεν αποτελεί πέρα για πέρα ταξικά σωστή, δίκαιη, αναγκαία και ανεξάρτητη πολιτική του προλεταριάτου, πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα εργατικά συμφέροντα. Εντούτοις, όταν η ανεξάρτητη προλεταριακή πολιτική στο εθνικό ζήτημα ευθυγραμμιστεί στιγμιαία με τα ιδιοτελή-ληστρικά συμφέροντα τμημάτων της αστικής τάξης στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό προκαλείται σύγχυση. Αυτό μπορεί να αποτελεί επίμαχο ζήτημα μόνο για όσους αναλύουν την αστική τάξη μηχανιστικά και μεταφυσικά ως ένα απόλυτα συμπαγές κοινωνικό σύνολο χωρίς ενδοιαστικές αντιθέσεις και θεωρούν την κοινωνική εξέλιξη μια στατική διαδικασία χωρίς διαλεκτικές βαθμίδες. Τότε και μόνο τότε η προλεταριακή θέση θα έπρεπε πάντα και παντού, υποχρεωτικά και μονοδιάστατα να είναι απέναντι από την αστική.
Ωστόσο, η πραγματική επαναστατική-λενινιστική προσέγγιση επιτάσσει ότι «όσο η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους παλεύει ενάντια στο έθνος που καταπιέζει τόσο είμαστε πάντα και σε κάθε περίπτωση και πιο αποφασιστικά απ΄ όλους υπέρ, γιατί είμαστε οι πιο τολμηροί και συνεπείς εχθροί τις καταπίεσης».15 Ταυτόχρονα, η εργατική τάξη δεν έχει κανένα λόγο να εγκαταλείψει την ανεξάρτητη πολιτική της «όταν η πάλη για ελευθερία ενάντια σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη μπορεί, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από μια άλλη «μεγάλη» δύναμη για τους δικούς της εξίσου ιμπεριαλιστικούς σκοπούς». 16
Εθνικό ζήτημα και προλεταριακή επανάσταση
Το εθνικό ζήτημα, όπως κάθε άλλο ζήτημα, συνδέεται, διέπεται και καθορίζεται από τη βασική ανταγωνιστική αντίθεση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, την αντίθεση μεταξύ κατόχων μέσων παραγωγής και προλεταρίων. «Η αντίφαση αυτή παραμένει βασική σε όλα τα στάδια της εξέλιξης του καπιταλισμού και καθορίζει όλες τις υπόλοιπες αντιφάσεις του, που είναι παράγωγες της βασικής αντίφασης».17 Η άρση της βασικής αντίφασης είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική κατάργηση κάθε ανισότητας και εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής. Αυτή η αδιαμφισβήτητη «αλφαβήτα» του Μαρξισμού σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η εργατική τάξη πρέπει να είναι αδιάφορη για το εθνικό ζήτημα. Οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να παραιτηθούν από τον αγώνα για απελευθέρωση και πλήρη ανεξαρτησία «χωρίς να πάψουν να είναι σοσιαλιστές».18 Ο Λένιν σχολιάζοντας τη σεχταριστική -δήθεν υπερεπαναστατική- άποψη για το εθνικό ζήτημα ότι «το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν πρέπει να σκεπάζεται με τίποτε» έλεγε: «είναι ίσα-ίσα μια βαθιά αντιμαρξιστική θέση, ότι δήθεν μπορεί «να σκεπάσει» κανείς το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης, συνδέοντάς το με μια συνεπή επαναστατική θέση σε κάθε ζήτημα μαζί και στο εθνικό».19
«Ο υπολογισμός των κύριων και των δευτερευουσών αντιφάσεων επιτρέπει στα κομμουνιστικά κόμματα να καθορίζουν τα καθήκοντα της εργατικής τάξης, να ρίχνουν τα σωστά συνθήματα πάλης που κινητοποιούν τις μάζες για την εκπλήρωση των επιτακτικών καθηκόντων που φέρνουν κοντά στον τελικό σκοπό».20 Κύρια αντίφαση στον αντικατοχικό μας αγώνα προβάλλει η αντίφαση μεταξύ των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού και του κυπριακού λαού. Ελληνοκύπριοι-Τουρκοκύπριοι πρέπει να παλέψουν για την άρση αυτής της κύριας αντίφασης, η οποία θα επανενώσει το επαναστατικό κοινωνικό υποκείμενο και θα διανοίξει το δρόμο για άρση της βασικής αντίφασης.
Ωστόσο, το εθνικό ζήτημα έχει δευτερεύουσα σημασία ως προς το εργατικό και πρέπει πάντα να παραμένει συνδεδεμένο και να υποτάσσεται σε αυτό. Όσο επιτακτικό είναι να αναδεικνύεται και να προτάσσεται η κύρια αντίφαση που έρχεται στο προσκήνιο στην τάδε ή δείνα περίπτωση, άλλο τόσο δεν πρέπει να θυσιάζεται, υποσκάπτεται ή ξεθωριάζει ο ξεκάθαρος προσανατολισμός ενάντια στη βασική αντίθεση.
«Η αστική τάξη βάζει πάντα στην πρώτη γραμμή τις εθνικές της επιδιώξεις. Για το προλεταριάτο οι διεκδικήσεις αυτές υποτάσσονται στα συμφέροντα της ταξικής πάλης. Θεωρητικά δεν μπορείς να εγγυηθείς από πριν αν ο αποχωρισμός ενός δοσμένου έθνους, είτε η ισότιμη θέση του με ένα άλλο έθνος, θα ολοκληρώσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Για το προλεταριάτο έχει σημασία και στις δύο περιπτώσεις να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της τάξης του».22
1(Λένιν, 2006, σ. 50)
2(Λένιν, 2006, σ. 110)
3(Κ.Ε.ΑΚΕΛ, 2020, σ. 80)
4(Λένιν, 1981, σ. 95)
5(Κ.Ε.ΑΚΕΛ, 2020, σ. 80)
6(Λένιν B. , 1981, σ. 95)
7(Λένιν Β. , 2006, σ. 49)
8(Λένιν Β. , 2006, σ. 62)
9(Λένιν Β. , 2006, σ. 12)
10(Λένιν, 2006, σσ. 56,143,148)
11(Λένιν, 2006, σσ. 36,37)
12(Λένιν, 2006, σσ. 87-91)
13(Λένιν, 2006, σσ. 36-38,91,109)
14(Λένιν, 2006, σ. 64)
15(Λένιν, 2006, σ. 61)
16(Σ.Ε.Α.Ε. ΕΣΣΔ, 2012, σσ. 411-412)
17(Σ.Ε.Α.Ε. ΕΣΣΔ, 2012, σσ. 411)
18(Λένιν, 1981, σ. 84)
19(Λένιν, 2006, σ. 146)
20(Σ.Ε.Α.Ε. ΕΣΣΔ, 2012, σσ. 412)
21(Λένιν, 2006, σ. 86)
22(Λένιν, 2006, σ. 59)
Βιβλιογραφία:
Συλ. Έργο Ακαδηµίας Επισηµών ΕΣΣΔ (2012). Βασικές αρχές της Μαρξιστικής Φιλσοφίας. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Κ.Ε.ΑΚΕΛ. (2020). Θέσεις της ΚΕ ΑΚΕΛ προς το 23ο συνέδριο. Λευκωσία: ΚΕ ΑΚΕΛ.
Λένιν, B. (1981). Άπαντα. Τόµος 30. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Β. (2006). Κριτικά σηµειώµατα πάνω στο εθνικό ζήτηµα. Αθήνα : Σύγχρονη Εποχή.
•Πέτρος Πέτρου
Συνεργάτης Συντακτικής Επιτροπής «Ν»