Ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης αποτέλεσε μια πολυσχιδή προσωπικότητα, μιας και το έργο του δεν περιορίστηκε μόνο στην λογοτεχνία, αλλά επεκτάθηκε σε θεατρικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες, ποίηση, δημοσιογραφία, όπου και συνάντησε τεράστια επιτυχία σε όλα τα πεδία. Κατέχει μέχρι και σήμερα τον τίτλο του πιο μεταφρασμένου ανά το παγκόσμιο Έλληνα συγγραφέα, με έργα πασίγνωστα όπως: «Ασκητική», «Βίος και πολιτεία του Αλέξης Ζορμπά», «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» και πολλά άλλα. Γεννημένος στις 18 Φεβρουαρίου το 1883 στο Ηράκλειο, ζει από πρώτο χέρι τους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης, όπου συμμετείχε ως εθελοντής. Το 1906 πήρε με άριστα το δίπλωμα του διδάκτορα της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Όντας πνεύμα ανήσυχο, ο Νίκος Καζαντζάκης θέλησε να διευρύνει τους ορίζοντες του και ξεκίνησε για πρώτη φορά το 1922 μια σειρά ταξιδιών. Ένας κύκλος ταξιδιών που έφτανε μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα, και που συμπεριλάμβανε συνεντεύξεις ιστορικής σημασίας με τους Δικτάτορες Πρίμο Ντε Ριβέρα στην Ισπανία και Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία. Στο πρώτο του ταξίδι στη Βιέννη, έρχεται σε επαφή με τη βουδιστική γραφή και το έργο του Φρόιντ, όπου και οι ψυχαναλυτικές θεωρίες θα παίξουν τον δικό τους ρόλο στα μετ’ έπειτα του έργα. Αυτό το διάστημα αποδείχτηκε καθοριστικό για την μεταστροφή στις πολιτικές πεποιθήσεις του Καζαντζάκη, το οποίο διαφαίνεται το 1924, όπου και αναλαμβάνει την πνευματική ηγεσία της κομμουνιστικής οργάνωσης των δυσαρεστημένων προσφύγων της Μικρασιάτικης Εκστρατείας στο Ηράκλειο, με αποτέλεσμα την φυλάκιση του. Το 1927 ήταν προσκεκλημένος στους εορτασμούς των 10 χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, λόγω και της δημοσιογραφικής του ενασχόλησης στη χώρα.
Ο Κρητικός Συγγραφέας αν και δεν κατάφερε να κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, εν τούτοις είχε προταθεί συνολικά 9 φορές για αυτό. Το 1946 του στερείται η ευκαιρία να το διεκδικήσει λόγω του ΕΑΜικού του παρελθόντος. Αυτή η εξέλιξη πιθανόν να του στέρησε την ευκαιρία κατάκτησης Νόμπελ που ο καλλιτέχνης είχε ως στόχο για να εξασφαλίσει οικονομικά τον εαυτό του και την σύντροφο του, έτσι ώστε να μπορεί να απασχοληθεί απρόσκοπτα με το συγγραφικό του έργο. Το περίφημο του έργο «Ζορμπάς» θα κερδίσει το βραβείο καλύτερου ξένου βιβλίου της χρονιάς στη Γαλλία και η ταινία θα προβληθεί επιτυχώς στο παγκοσμίου φήμης Φεστιβάλ των Κανών.
Η ζωή του Νίκου Καζαντζάκης θα στιγματιστεί από το ρήγμα του με την Εκκλησία, όπου και είχε δικαστεί για πρώτη φορά το 1930 για αθεϊσμό, λόγω του έργου του «Ασκητική». Η δεύτερη και πιο έντονη διαμάχη του με αυτή έγινε το 1954 με αφορμή το έργο του «Καπετάν Μιχάλη» όπου η Επίσημη Εκκλησία απαίτησε την απόσυρση των έργων του και απείλησε ακόμα και για τον αφορισμό του, που μετ’ έπειτα απέσυρε. Σε απάντηση του ο Νίκος Καζαντζάκης απάντησε «Με καταραστήκατε, 'γιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ" Ως αποκορύφωμα της σχέσης των δύο, η Εκκλησία αρνήθηκε να εκτελεστεί με χριστιανικό τελετουργικό η κηδεία του. Απόφαση που ανατράπηκε, αυτή τη φορά από τον Κρητικό κόσμο που αγάπησε τον Νίκο Καζαντζάκη.
Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη δεν μπορεί να ενταχθεί στην ροή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αφού επηρεάστηκε από πολλά ρεύματα, λόγω των αμέτρητων ταξίδια που έκανε στον κόσμο και από τις διάφορες σκοπιές που υπηρέτησε προς ικανοποίηση των ανησυχιών του. Δυστυχώς επωμίζεται με κόστος, τα συνεχής του ταξίδια και αναζητήσεις αφού το 1954 οι γιατροί στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας βρίσκουν ότι πάσχει από καλοήθη λεμφοειδή λευχαιμία, ενώ είχε χάσει προ ετών το δεξί του μάτι. Λίγο πριν το θάνατο του, ο Καζαντζάκης προλαβαίνει να βραβευτεί με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη και να γράψει την πνευματική του αυτοβιογραφία «Αναφορά στον Γκρέκο». Σβήνει στις 26 Οκτωβρίου το 1957, αφού τον εξαντλεί η επιδημία ασιατικής γρίπης, αφήνοντας όμως πίσω του έργο ανεκτίμητης αξίας. Η σορός του μεταφέρεται στο Ηράκλειο, έπειτα από την άρνηση της Εκκλησίας της Ελλάδας να εκτεθεί στην Αθήνα για προσκύνημα. Πλήθος κόσμου ακολουθεί τον νεκρό στον ενταφιασμό του στα Ενετικά Τείχη. Η επιγραφή που ήταν επιλογή του ίδιου του συγγραφέα και χαράκτηκε στον τάφο του, ήταν η γνωστή ρύση : «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος.»
O Καζαντζάκης αποτελεί μια από τις σημαντικότερες όμως και τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές στα ελληνικά γράμματα. Γνώρισε ένθερμους υποστηρικτές όμως και ορκισμένους εχθρούς. Στο έργο του είναι διάχυτη η συνύπαρξη διάφορων ετερόκλητων στοιχείων. Αυτό γίνεται εμφανές σε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φράσεις του, «Χριστός, Βούδας, Λένιν είναι οι τρεις μεγάλοι κουρσάροι της ζωής μου». Δεν είναι τυχαία που ο μεγάλος κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης, γράφει για τον Καζαντζάκη μετά το θάνατο του. «Στον τάφο του μόνο δάφνες ταιριάζουνε τώρα. Πολλά, πρόωρ’ ακόμα, κι αντιφατικά γραφτήκανε στις εφημερίδες αυτών των ημερών για τον άνθρωπο και για το έργο του. Κι αυτός και κείνο έχουν αντιφάσεις. Ζούσανε διπλή ζωή. Μιαν Αληθινή και μια φκιαχτή. Ο Καζαντζάκης* ειταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ήρωας ο ίδιος! ! Ήρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας…»
Χριστόδουλος Κόνσολος
Μέλος Τ.Ε. ΕΔΟΝ Ηνωμένου Βασιλείου
*Άρθρο που κυκλοφόρησε στη "Ν" Φεβρουαρίου