Του Πέτρος Πέτρου
Τ.Ο. ΕΔΟΝ Αθήνας
Η εργατική τάξη της Κύπρου εδώ και 7 περίπου χρόνια βιώνει μια χωρίς προηγούμενο επιδείνωση των υλικών όρων διαβίωσης της η οποία συνοδεύεται με μια σειρά αρνητικές επιπτώσεις που επεκτείνονται σχεδόν στο σύνολο των πτυχών της ζωής μας.
Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας δομικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού σε συνδυασμό με την σκληρή ταξική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Αναστασιάδη έχουν επιταχύνει τον βαθμό εκδήλωσης μιας σειρά από νομοτελειακά οικονομικά φαινόμενα, συμπιέζοντας βίαια το επίπεδο των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων και των κοινωνικών παροχών ενώ στο στόχαστρο των κυβερνώντων και της αστική τάξης έχουν μπει όλα ανεξαιρέτως τα λαϊκά κεκτημένα και κατακτήσεις.
Την τελευταία 7ετία έχει, ίσως, συντελεστεί η μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην ιστορία της κυπριακής δημοκρατίας με συνέπεια μεγάλο μέρος της ούτω καλούμενης “μεσαίας τάξης” (μικρομεσάιοι - αυτοαπασχολόμενοι) να προλεταριοποιούνται με σχετικα μεγάλη ένταση, έχοντας πλέων ως μοναδικό τρόπο βιοπορισμού τους την μισθωτική εργασία. Αυτό αντανακλάται και στην στατιστική άνοδο του ποσοστού των μισθωτών εργαζομένων (υπαλλήλων) ως προς το σύνολο της απασχόλησης ('Ερευνά Εργατικού Δυναμικού της στατιστικής υπηρεσίας). Η πιο πάνω πραγματικότητα αποκαλύπτεται και από τον Δίκτη GINI που αναδεικνύει την χώρα μας “πρωταθλήτρια” στην αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων (90% το 2017) να δηλώνουν ότι είδαν τα εισοδήματα τους να μειώνονται κατά την διακυβέρνηση ΔΗΣΥ Αναστασιάδη.
Ανάπτυξη:
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την καταγραφόμενη «οικονομική ανάπτυξη». Ο όρος "ανάπτυξη" όμως χρησιμοποιείται καταχρηστικά και παραπλανητικά. Αυτό που καταγράφεται στατιστικά δεν είναι οικονομική ανάπτυξη (development) αλλά οικονομική μεγέθυνση (growth). Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό υπάρχει τεράστια ποιοτική διαφορά μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων βασιζόμενη σε μακροπρόθεσμο προσανατολισμό με συντεταγμένη αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και στην ποσοτική στιγμιαία οικονομική μεγέθυνση. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 2018 ο τομέας της γεωργίας κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης της τελευταίας 20-ετίας και ο τομέας της βιομηχανίας κατέγραψε επίσης αντίστοιχα πιο χαμηλά ποσοστά το 2014, 2015 και 2018. Έτσι οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας απώλεσαν πάνω από το 15% του εργατικού τους δυναμικού από την μέρα που ανέλαβε η κυβέρνηση Αναστασιάδη.
Επιπρόσθετα επιχειρούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι στον καπιταλισμό η περιοδικότητα των κρίσεων, η κυκλική συμπεριφορά που περιλαμβάνει και την φάση της μεγέθυνσης δεν αποτελεί κάποιο αξιοσημείωτο θαύμα αλλά νομοτέλεια. Στην Κύπρο όμως ακόμη και αυτή η μεγέθυνση όμως δεν είναι τίποτε άλλο από το ευκαιριακό και κοντόφθαλμο «άρμεγμα» είτε συγκυριακών καταστάσεων όπως η αύξηση του τουρισμού λόγω των εμπόλεμων καταστάσεων σε άλλες γειτονικές χώρες είτε με την φούσκα του κατασκευαστικού τομέα λόγο της σκανδαλώδους «βιομηχανίας διαβατηρίων». Παράλληλα δεν εκλείπουν τα πάρε-δώσε με ξένους και ντόπιους επενδυτές και μονοπώλια.
Αυτό καταγράφει και η ίδια η "Έκθεση χώρας - Κύπρος 2019" της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (κομισιόν) που αναφέρει ότι "οι βασικές προκλήσεις της Κύπρου αφορούν κυρίως τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του μοντέλου ανάπτυξής της", αναλύοντας ότι η οικονομική μεγέθυνση της Κύπρου "έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιδόσεις των συνδεόμενων με τον τουρισμό τομέων, την αναζωογόνηση του κατασκευαστικού τομέα και των τομέων που συνδέονται με τη σύσταση και την εξυπηρέτηση ξένων εταιρειών στο πλαίσιο του καθεστώτος των οντοτήτων ειδικού σκοπού." Τέτοιοι παράγοντες όχι μόνο δεν αποτελούν ανάπτυξη αλλά σε πολλές περιπτώσεις όπως στην πόλη της Λεμεσού η αλόγιστη και καταχρηστική ανέγερση πύργων φέρνουν μια σειρά από καταστροφικές συνέπειες για τους απλούς ανθρώπους όπως εκτόξευση των ενοικίων, κυκλοφοριακή συμφόρηση κ.α.
Εξάλλου ήδη καταγράφονται οι πρώτες ενδείξεις της ευκαιριακής και βραχυχρόνιας μεγέθυνσης με συνεχόμενες μειωμένες επανεκτιμήσεις της μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Κύπρου. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν και να κερδίσουν από το "φαγοπότι" που στήθηκε στον περίγυρο του προεδρικού και την ικανοποίηση της αισχροκέρδειας μιας μερίδας της αστικής τάξης με πρώτο στον χορό τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου που για χάρη των επενδυτικών του πλάνων εκδίδονται διαβατήρια, αποχαρακτηρίζονται αρχαιολογικά μνημεία, δημιουργούνται ή τροποποιούνται ευνοϊκά νόμοι, μεταφέρονται πακτωλοί εκατομμυρίων στην Αρχιεπισκοπή την ώρα που για τα λαϊκά αιτήματα, για την ενίσχυση της παιδείας και το κοινωνικό κράτος η κυβέρνηση απαντά "Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος"
Ωστόσο ακόμη και αν θέταμε την μεγέθυνση ως βασικό κριτήριο η οικονομία απέχει από το να επανέλθει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν αναλάβει η παρούσα κυβέρνηση. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας το ΑΕΠ της Κύπρου (2012) ανερχόταν στα 25,041 δις ενώ κατά το 2018 το ΑΕΠ ανήλθε στα 24,47 δις. Επιπρόσθετα θα πρέπει να αναφέρουμε ότι μεσολάβησε το 2014 και μια ευνοϊκή αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του ΑΕΠ των χωρών και άρα το πραγματικό κενό είναι ακόμα μεγαλύτερο. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί αποδεικνύεται λιγότερο κακή από τον χείριστο εαυτό της.
Δημόσιο χρέος:
Το κυβερνητικό κόμμα όταν ήταν αντιπολίτευση στοχευόμενα και ψευδώς δήλωνε σε όλους τους τόνους ότι η κύρια μομφή εμφάνισης της καπιταλιστικής κρίσης στην Κύπρο ήταν κρίση χρέους καθώς το συγκεκριμένο αφήγημα έστρωνε το έδαφος για την κριτική στην δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης Χριστόφια και εξυπηρετούσε το φασίζων παραλήρημα και την αντιλαϊκή - ρατσιστική υστερία περί «τσεκουθκιών» της κυβέρνησης σε μετανάστες και άπορους που δημιουργούσαν τρύπα στα δημόσια οικονομικά. Όλη αυτή η «συζήτηση» γινόταν παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της Κύπρου βρισκόταν στο 85,8% (Eurostat - τέταρτο τρίμηνο του 2012) και πόρρω απείχε από το όριο του 120% του ΑΕΠ που έθετε το ΔΝΤ για να θεωρεί το δημόσιο χρέος βιώσιμο.
Βέβαια μετά την εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη, κατά την διάρκεια του κουρέματος των καταθέσεων αλλά και αργότερα υπήρχε η κοινή παραδοχή όλων ότι η μορφή εμφάνισης της κρίσης ήταν κυρίως τραπεζική και οφειλόταν στην εγκληματική έκθεση κυπριακών τραπεζών σε ελληνικά ομόλογα. Παρά όμως των εκ των υστέρων παραδοχών ο «εθνικό στόχος» για την μείωση του δημοσίου χρέους παρέμενε στην ατζέντα της κυβέρνησης για την αιτιολόγηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας και της μείωση των κρατικών κοινωνικών δαπανών.
Μέσα από αυτό το "σόφισμα λήψης του ζητημένου" (petitio principii) η κυβέρνηση εφαρμόζει το πολιτικό της μανιφέστο προσπαθώντας να διαλύσει ό,τι θυμίζει κοινωνικό κράτος, οποιαδήποτε κατάκτηση ελαφρύνει τα οικονομικά βάρη της λαϊκής οικογένειας: Η χρηματοδότηση για την παιδεία μειώθηκε πάνω από 32 εκατομμύρια, οι πολιτιστικές δαπάνες μειώθηκαν σχεδόν μισό εκατομμύριο, οι παροχές στέγασης μειώθηκαν πέρα των 13 εκατομμυρίων (σύγκριση του προϋπολογισμού που ψηφίστηκε τέλος 2012 με τον προϋπολογισμό του 2018).
Ωστόσο μετά από μια 7ετία λιτότητας με το πρόσχημα της μείωσης του χρέους, το δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε στο 107,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ (δεύτερο τρίμηνο του 2019 - Eurostat). Επιπρόσθετα λαμβάνοντας υπόψη την τροποποίησης στο υπολογισμό του ΑΕΠ που αναφέραμε προηγουμένους η πραγματική αύξηση του δημοσίου χρέους είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η εκτίναξη του δημοσίου χρέους δεν είναι κυπριακό παράδοξο αλλά κανόνας των μνημονιακών πολιτικών. Ένας κανόνας που εξυπηρετεί μονάχα την κερδοφορία των μονοπωλίων και συνθλίβει την εργατική τάξη.
Απασχόληση - μισθοί - αγοραστική δύναμη - εκμετάλλευση:
Ένα άλλο επίπλαστο επιχείρημα είναι το στατιστικό παιχνίδι που παίζει η κυβέρνηση με την απασχόληση και την ενέργεια. Στην πραγματικότητα η μείωση της ανεργίας σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται σε 3 παράγοντες: μετανάστευση, έξοδος από την αγορά εργασίας (αδράνεια), ελαστικές σχέσεις και υποαπασχόληση. Υπολογίζεται ότι τα τελευταία χρόνια μερικές δεκάδες χιλιάδες νέοι είτε μετανάστευσαν στο εξωτερικό δεν επέστρεψαν ποτέ από σπουδές. Παράλληλα χιλιάδες άνεργοι (κυρίως οι μακροχρόνια άνεργοι), καταλήγουν στην αδράνεια μετά από επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες να εργοδοτηθούν και δεν καταγράφονται πια ως άνεργοι. Πέντε χιλιάδες άτομα ήταν πέρασαν στην αδράνεια στην Κύπρο μεταξύ πρώτου και δεύτερου τρίμηνου σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Το ποσοστό αύξησης της υποαπασχόλησης σε σχέση με το 2012 είναι διψήφιο και σε πραγματικούς αριθμούς έφτασε στις 46716.
Ενώ λοιπόν οι ονομαστικοί μισθοί των εργαζομένων και το κοινωνικό κράτος γκρεμίζεται η αγοραστική δύναμη μειώνεται ακόμη περισσότερο λόγω της αύξησης των τιμών και του κόστους ζωής. Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία καταγράφει ότι το γάλα, το τυρί, τα αβγά στην Κύπρο είναι τα πιο ακριβά σε όλη την ΕΕ, η τιμή του ψωμιού και των δημητριακών είναι 23% πιο ακριβή από το μέσο όρο στην ΕΕ ενώ πιο ακριβά από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι και πολλά άλλα προϊόντα όπως τα έλαια και τα μη αλκοολούχα ποτά. Σε αυτά πρέπει να υπολογιστούν και οι υψηλές αυξήσεις στα καύσιμα, στο ηλεκτρικό ρεύμα στα αεροπορικά εισιτήρια και η ραγδαία αύξηση της τιμής στα ενοίκια.
Η αύξηση των ωραρίου απασχόλησης, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και η δραστική μείωση των μισθών στα επίπεδα της προηγούμενης εικοσαετίας εντείνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων και αυξάνει την απόλυτη υπεραξία καθώς αυξάνουν δραστικά το χρόνο υπερεργασίας. Παράλληλα, παρά το γεγονός ότι η παραγωγική εργασία αποτελεί ένα μικρό συγκριτικά ποσοστό του Κυπριακού ΑΕΠ εντούτοις δεν αναιρείται το γεγονός ότι αυξάνεται και η σχετική υπεραξία ως αποτέλεσμα της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, της εισαγωγής νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία που επιφέρουν μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας.
Επικοινωνιακή διαχείριση
Η κυβέρνηση ωστόσο έχοντας στο πλευρό της την πλειοψηφία των ΜΜΕ και εφαρμόζοντας μια επιθετική τακτική κομματικοποίησης και πλήρους ελέγχου των θεσμών και κρατικών οργανισμών αναλώνεται στην επικοινωνιακή διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης προσπαθώντας να προκαλέσει σύγχυση ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα. Σαφέστατα οι εργαζόμενοι δεν περιμένουν ούτε από τα κυβερνητικά στελέχη να τους πουν εάν τα βγάζουν πιο εύκολα πέρα, ούτε από την ΟΕΒ να μάθουν αν οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας τους βελτιώθηκαν. Ακόμη και το πιο αφελής στέλεχος του ΔΗΣΥ δεν εθελοτυφλεί ότι η λαϊκή οικογένεια που είδε το εισόδημα της να τσακίζεται τα τελευταία χρόνια θα αξιολογήσει ευνοϊκότερα την οικονομική της κατάσταση μετά από μια μεγαλόστομη δήλωση του προέδρου. Ωστόσο αυτές οι δηλώσει και η "βιομηχανία της παραπληροφόρησης" προσβλέπουν κυρίως στην αυτό-ενοχοποίηση των εργαζομένων, στο τσάκισμα των προσδοκιών, των απαιτήσεων τους, την αποδυνάμωση της ταξικής συνειδητοποίησης τους και την απομάκρυνση τους από την συλλογική και οργανωμένη πάλη.
Όταν ο χαμηλό-αμειβόμενος παρακολουθεί κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες να διαφημίζουν "εν χορό" την ένδοξη και σωτήρια οικονομική μας ανάκαμψη υιοθετώντας και αναπαράγοντας τις αφηρημένες ξενόφερτες «γενικούρες» της κυβέρνησης όπως “success story” και “spectacular recovery” είτε μπαίνει σε μια λογική μη αμφισβήτησης και εναντίωσης στην κυβερνητική οικονομική πολιτική γιατί «οι θυσίες οδηγούν κάπου» και σύντομα θα βελτιωθεί η οδυνηρή παρούσα κατάσταση, είτε κατηγορεί προσωπικά τον εαυτό του γιατί ενώ η οικονομία ανθεί ο ίδιος δεν είναι τόσο ανταγωνιστικός στην αγορά εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις το επιζητούμενο αποτέλεσμα κυβέρνησης και εργοδοσίας είναι ο εργαζόμενος να σκύβει και άλλο το κεφάλι στην εργασιακή εκμετάλλευση.
Η ελπίδα βρίσκεται στον αγώνα
Μέσα στο ζοφερό οικονομικό τοπίο ξεπροβάλλει η πραγματική ελπίδα η οποία βρίσκεται στον δρόμο της οργανωμένης πάλης και των ταξικών αγώνων. Δεν είναι τυχαίο που όποτε το μαθητικό και φοιτητικό κίνημα μπαίνουν οργανωμένα μπροστά με διεκδικητική στάση κερδίζουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι που είναι οργανωμένοι στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα έχουν σχεδόν ολοκληρώσει την πλήρη επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων τους στα προ κρίσης επίπεδα και κινούνται πλέον για ουσιαστικές αυξήσεις μισθών σε πλήρη αντίθεση με το τι επικρατεί στου ανοργάνωτους τομείς.
Ειδικότερα οι νέοι άνθρωποι, οι νέοι εργαζόμενοι πρέπει να ξεφύγουν τον αδιέξοδο δρόμο της μιζέριας, τους ατομικισμού και της αδιαφορίας και να αλλάξουν το παρόν και το μέλλον τους παλεύοντας για τη κάλυψη των σύγχρονων αναγκών τους μέχρι την μέρα της οριστική κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
*Άρθρο που κυκλοφόρησε στη "Ν" Δεκεμβρίου