Η τέχνη έχει το χαρακτηριστικό να αντανακλά και να αναπαράγει την πραγματικότητα μέσα από καλλιτεχνικές εικόνες. Είναι ένα μέσο γνώσης, το οποίο σε μια κοινωνία γεμάτη αντιθέσεις μπορεί να γίνει ιδεολογικό όπλο προς το συμφέρον της εργατικής τάξης.
Μέσα από την τέχνη πολλές ήταν οι γυναίκες που παρόλη την καταπίεση που δέχονταν από την κοινωνία και την ανισότητα εις βάρος τους, κατάφεραν να εδραιωθούν τόσο σαν γνήσιες αγωνίστριες όσο και μεγάλες μορφές στο χώρο της τέχνης. Αρχικά μέσα από αγώνες κατάφεραν να λάβουν μέρος στα κοινά με κάποιους περιορισμούς, ενώ σταδιακά οι γυναίκες καταφέρνουν να ξεφύγουν από την περιθωριοποίηση και να κατακτήσουν μετέπειτα τα δικαιώματα τους και να συμπεριληφθούν σε αρκετούς τομείς, όπως και αυτόν της τέχνης.
Τρανά παραδείγματα γυναικών οι οποίες έδωσαν τον δικό τους αγώνα, ουτώς ώστε να μπορέσουν να λάβουν την αναγνώριση που τους αξίζει και οι οποίες ασπάζονταν τις ιδέες του σοσιαλισμού και μιας καλύτερης κοινωνίας ήταν η Καίτε Κόλλβιτς (Käthe Kollwitz) και η Βάσω Κατράκη. Οι δύο αυτές γυναίκες κατάφεραν μέσα από την τέχνη τους να αποτυπώσουν τις συνθήκες ζωής και τους αγώνες της εργατικής τάξης καθώς και τις φρικαλεότητες και πληγές του πολέμου.
Καίτε Κόλλβιτς (Käthe Kollwitz)
Αναμφίβολα η Καίτε Κόλβιτς ήταν η σπουδαιότερη Γερμανίδα χαράκτρια, γλύπτρια, σχεδιάστρια και λιθογράφος του 20ου αιώνα. Μέσα από τα έργα της διαφαίνεται τόσο ο ρεαλισμός όσο και ο εξπρεσιονισμός, μέσω των οποίων αποτυπώνει με ένα μοναδικό τρόπο τις αδικίες της κοινωνίας της εποχής της, τη ζωή των κατατρεγμένων και τη φρίκη του πολέμου.
Γεννημένη στις 8 Ιουλίου 1867 στο Καίνιξμπεργκ της τότε Πρωσίας από οικογένεια της μεσαίας τάξης, ξεκινά τα πρώτα της μαθήματα σχεδίου κοντά σε χαράκτη της πόλης της, ενώ συνεχίζει το 1885 ως το 1889 με σπουδές ζωγραφικής σε Βερολίνο και Μόναχο. Με το σύζυγο της διέμενε σε εργατικό προάστειο του Βερολίνου, εκεί όπου η καλλιτέχνης έρχεται για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με τη φριχτή ζωή των προλετάριων και των περιθωριοποιημένων ανθρώπων της συνοικίας.
Το πρώτο σημαντικό έργο της Καίτε ήταν «Η εξέγερση των Υφαντουργών», το οποίο εμπνεύστηκε από το ομώνυμο έργο του μεγάλου συγγραφέα Γκέρχαρντ Χάουπτμαν. Τον πόνο του πολέμου το βιώνει από πρώτο χέρι, αφού τον Οκτώβρη του 1914 χάνει στη Φλάνδρα το γιο της Πέτρο. Τότε ξεκινάει να εργάζεται πάνω στη μνημειακή γλυπτική σύνθεση «Ζευγάρι γονιών που πενθεί», που ολοκληρώνει το 1932 και αφιερώνει στο νεκρό της γιό.
Λόγω της τραγικής της εμπειρίας, η Καίτε έρχεται κοντά στο φιλειρηνικό κίνημα και τις σοσιαλιστικές ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και προσεγγίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, χωρίς όμως ποτέ να γίνει μέλος του. Χαρακτήριζε πάντα τον εαυτό της ως σοσιαλίστρια και υποστήριζε, μαζί με άλλους διανοούμενους όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, τη συνεργασία μεταξύ της «Διεθνούς Σοσιαλιστικής Ένωσης Πάλης» και του Σοσιαλδημοκρατικού και Κομμουνιστικού Κόμματος το 1932, ενόψει του ναζιστικού κινδύνου.
Η επιρροή των σοσιαλιστικών και πανανθρώπινων ιδεών στο έργο της, στο οποίο κυριαρχεί η αντιπολεμική και προλεταριακή θεματολογία, είναι εμφανής. Το 1919 μετά τη δολοφονία του κομμουνιστή ηγέτη Καρλ Λίμπκνεχτ, δημιουργεί ξυλόγλυπτο με τη μορφή του, ενώ συμμετέχει με αφίσα στην εκστρατεία του ΚΚΓ για νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Την ίδια χρονιά γίνεται η πρώτη γυναίκα που εξελέγη σε θέση καθηγητή στην Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών, θέση από την οποία θα εκδιωχθεί το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τα έργα της (χαρακτηρισμένα ως «εκφυλισμένα») θα αφαιρεθούν από τις γκαλερί, ενώ η ίδια συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, που απαιτεί να κατονομάσει και άλλους αντιναζιστές καλλιτέχνες, κάτι που δεν κάνει. Παρά τις απειλές ότι θα σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης παραμένει σιωπηλή και λόγω της ηλικίας της αφήνεται ελεύθερη.
Φεύγει από τη ζωή το 1945. Οι στάχτες της τάφηκαν στο Βερολίνο το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς. Στο Μόριτσμπουργκ και το Βερολίνο αφιερώνονται δύο μουσεία με έργα της σε εκείνη, ενώ μετονομάζονται οδοί, πλατείες και σχολεία σε διάφορα μέρη της χώρας προς τιμή της.
«Ζευγάρι γονιών που πενθεί» 1922
Έργο από τον κύκλο «Η εξέγερση των υφαντουργών»
Käthe Kollwitz
Βάσω Κατράκη
Η Βάσω Κατράκη, γεννημένη το 1914 σχεδόν την ίδια στιγμή που ξεσπούσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, έζησε τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας και σφράγισε με το έργο της μια ολόκληρη εποχή απεικονίζοντας με συνέπεια τα μεγάλα και θεμελιώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Η Βάσω Κατράκη υπήρξε μια ξεχωριστή δημιουργός με νεανική πνοή, η οποία πρόσφερε στην Ελληνική Τέχνη μέσα από τις γραμμές του λαϊκού κινήματος. Τα «αντρίκεια χέρια της», όπως τα αποκαλούσαν, χάραξαν επί δεκαετίες μορφές και δρόμους στην ομορφιά του αύριο, με τις σταθερές τις απόψεις να αποτελούν, αναμφίβολα, το πλέγμα της σκέψης της. Υπήρξε μαχήτρια στους κοινωνικούς αγώνες, ενώ παράλληλα με τόλμη και αποφασιστικότητα, έβρισκε τρόπο να μεταφέρει και στην πέτρα τα ιδεώδη της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς, παραθέτοντας μνήμη και θρήνο σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν.
Υπηρέτησε την Ελληνική Χαρακτική με αφοσίωση, γνώση, ήθος και αξιοπρέπεια. Στη θεματολογία της συμπεριλαμβάνεται ο πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση και ο εμφύλιος. Μέσα από τα έργα της καταγγέλλει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της πολιτικής και ιδεολογικής βίας, ενώ το έργο της «Μάνες Πλατυτέρες» σηματοδοτεί το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι των αγώνων για ατομική και συλλογική ελευθερία. Παράλληλα, σε κάθε της χάραξη βρίσκεται ένα πνευματικό πάθος, απ' όπου πηγάζει και κάθε ανθρώπινο μήνυμά της.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1988 φεύγει από την ζωή. Προς τιμή της δημιουργείται το 2006 το «Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών και Μουσείο Βάσως Κατράκη» στο Αιτωλικό, που έχει χαρακτηριστεί ως το μοναδικό μουσείο αμιγώς Χαρακτικής Τέχνης στην Ευρώπη. Φιλοξενεί τη 15χρονη δουλειά της Β. Κατράκη στο παραδοσιακό ξύλο και την 35χρονη χαρακτική της στην πέτρα και περιλαμβάνει μια συλλογή από 400 περίπου έργα, πολλά χαρακτικά ανάτυπα και μεγάλο μέρος από ξύλα και πέτρες πάνω στα οποία χάραξε τα έργα της. Στο μουσείο φιλοξενούνται επίσης το εργαστήριο, η βιβλιοθήκη, τα αρχεία της καθώς και πολλές φωτογραφίες της.
«Αυτοπροσωπογραφία», 1941
«Η Απελευθέρωση της Αθήνας», 1944
«Το περιστέρι της ειρήνης», 1949
Άρθρο που κυκλοφόρησε στη "Ν" Μαρτίου