Συμπληρώνονται φέτος 75 χρόνια από την 9η Μάη του 1945, όταν το ναζιστικό Γερμανικό κράτος συνθηκολόγησε άνευ όρων στις συμμαχικές δυνάμεις. Έκτοτε, η 9η Μαΐου έχει καθιερωθεί ως η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ημέρα τιμής των εκατομμυρίων ανθρώπων που πάλεψαν ενάντια στο χιτλεροφασιστικό θεριό και έδωσαν την ζωή τους υπερασπιζόμενοι τις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Ταυτόχρονα, είναι και μια υπενθύμιση του δικού μας χρέους, απέναντι σ’ αυτούς, να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στο φασισμό – σοβινισμό, να συνεχίσουμε τον αγώνα μας για απαλλαγή από το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα που τον γεννά.
Ποιος «όπλισε» τον Χίτλερ;
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 -1933, που παρά την μικρή αναζωογόνηση στη δεκαετία του ’30, δεν ξεπεράστηκε. Ο πόλεμος αποτελούσε το μέσο για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Την ίδια περίοδο, το βασικό περιεχόμενο των διεθνών εξελίξεων καθοριζόταν από την αντίθεση ανάμεσα στο σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ και τον καπιταλισμό της Δύσης. Οι αστικές κυβερνήσεις επιδίωκαν τη συντριβή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο και την ανατροπή του σοσιαλισμού.
Η επίθεση έναντι στην ΕΣΣΔ ήταν ο διακαής πόθος του Χίτλερ, τον οποίο έσπευσαν να ικανοποιήσουν οι καπιταλιστικές χώρες. Για αυτές, μια σκοτεινή εποχή στην Ευρώπη ήταν μικρό τίμημα προκειμένου να ανατραπεί ο σοσιαλισμός, ο οποίος λειτουργούσε σαν φάρος ελπίδας για τους εκμεταλλευόμενους λαούς. Η Αγγλία και η Γαλλία γνώριζαν ότι η Γερμανία, πάρα την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και την επιβολή σκληρών όρων με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, μπορούσε πάλι να προπορευτεί απ’ τις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Έτσι, τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, συνέβαλαν τα μέγιστα για την αναγέννηση της οικονομικής και πολεμικής ισχύος της με τα σχέδια Ντόζ (1924) και Γιάνκ (1929). Κορυφώθηκε με την πολιτική κατευνασμού που είχαν ακολουθήσει στον Μεσοπόλεμο, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί ανενόχλητοι κατόρθωσαν ήδη από το 1940 να διαθέτουν την καλύτερη πολεμική μηχανή.
Εξίσου σημαντικό είναι να αναφερθεί ο ρόλος των καπιταλιστών στην ίδια τη Γερμανία. Η χώρα βρισκόταν σε διαρκή αναβρασμό στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Υπήρχε ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα στην Γερμανία και το ναζιστικό κόμμα και ο Χίτλερ αποτέλεσαν την τραγική «διέξοδο» του συστήματος. Για αυτό υποστηρίχθηκε, χρηματοδοτήθηκε και προωθήθηκε από σημαντική μερίδα του κεφαλαίου της χώρας ακόμη και από πολιτικούς και επιχειρηματίες που αργότερα και οι ίδιοι αποτέλεσαν στόχο της τρομακτικής ναζιστικής μηχανής.
Η Σοβιετική ένωση πρωτοστάτησε στην συγκρότηση αντιχιτλερικού μετώπου
Η Σοβιετική ένωση πάρα της συνθήκες που επικρατούσαν έκανε συνεχείς προσπάθειες για την αποτροπή του πολέμου. Πρότεινε τη διεξαγωγή συνδιάσκεψης Αγγλίας, Γαλλίας, ΕΣΣΔ, Τουρκίας, Πολωνίας και Ρουμανίας, προκειμένου να συζητηθούν συγκεκριμένες ενέργειες απέναντι σε μεταγενέστερες επιθέσεις της Γερμανίας. Η Αγγλία απέρριψε την πρόταση, ενώ η πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή της δίπλα σε αυτήν της Σοβιετικής Ένωσης. Τελικά, η ίδια η πίεση των εξελίξεων ανάγκασε την Αγγλία και τη Γαλλία, πολύ αργότερα, να μπουν σε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων, στη βάση της πρότασης της Σοβιετικής Ένωσης για τη σύναψη ενός τριμερούς συμφώνου αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας. Η τελική φάση των συνομιλιών στη Μόσχα έδειξε ότι οι κυβερνήσεις των καπιταλιστικών κρατών δεν ήθελαν στην πραγματικότητα να συνάψουν ένα αποτελεσματικό σύμφωνο διότι αποσκοπούσαν στο ξέσπασμα ενός πολέμου μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε και η υπογραφή του Συμφώνου του Μονάχου στις 29 Σεπτεμβρίου του 1938 ανάμεσα στους ηγέτες της Μ. Βρετανίας, Τσάμπερλεν, της Γαλλίας, Νταλαντιέ, της Ιταλίας, Μουσολίνι και της Γερμανίας, Χίτλερ. Το σύμφωνο αυτό προέβλεπε τον διαμελισμό των εδαφών της Τσεχοσλοβακίας, τη δημιουργία του ναζιστικού προτεκτοράτου της Βοημίας-Μοραβίας και της Σλοβακίας. Υπήρξε η κορυφαία εκδήλωση ενθάρρυνσης του φασιστικού μορφώματος από την πλευρά των ιμπεριαλιστών με μοναδικό σκοπό τη στροφή του απέναντι στην ΕΣΣΔ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και αφού οι φιλειρηνικές προσπάθειες της Σοβιετικής Ένωσης για συγκρότηση αντιχιτλερικού μετώπου είχαν βυθιστεί, η ΕΣΣΔ υπέγραψε με την Γερμανία στις 23 Αυγούστου 1939 το «γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης», γνωστό ως «Σύμφωνο Μόλοτοφ - Ρίμπεντροπ». Το σύμφωνο αυτό, ήταν η μοναδική άμυνα που κατείχε η Σοβιετική ένωση αφού τις εξασφάλιζε αρκετούς μήνες ειρήνης, οι οποίοι αποδείχτηκαν καθοριστικοί για την πολεμική της προετοιμασία ενόψει της αναπόφευκτης Γερμανικής επίθεσης. Με αφορμή αυτό το Σύμφωνο, οι κάθε λογής πολέμιοι της ΕΣΣΔ, προσπαθούν με ψεύδη να διαστρεβλώσουν τα γεγονότα. Αποκρύπτουν ότι 3 μήνες πριν η Πολωνία δεχτεί τη γερμανική επίθεση, η ΕΣΣΔ τής είχε προτείνει τη σύναψη συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας την οποία απέρριψε. Κρύβουν, επίσης, το γεγονός ότι οι περιοχές της Πολωνίας, που ο Κόκκινος Στρατός απέσπασε από αυτήν το 1939, ήταν εδάφη της ΕΣΣΔ, τα οποία είχαν καταληφθεί από την Πολωνία το 1918 – 1921 όταν εκμεταλλεύτηκε την «ευνοϊκή» για εκείνη συγκυρία της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επέμβασης κατά της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το 1944 οι ισορροπίες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε ξεκινήσει από το 1939, είχαν πλέον αλλάξει ανεπιστρεπτί. Οι δυνάμεις του Άξονα έχαναν κατακτημένα εδάφη και πλέον το βάρος της νίκης έγερνε σαφώς προς την πλευρά των Συμμάχων. Οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία, βλέποντας τις ηρωικές σοβιετικές δυνάμεις που, σχεδόν χωρίς βοήθεια σταμάτησαν την προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων προς την ανατολή απελευθερώνοντας τη μια μετά την άλλη τις κατακτημένες από τους Ναζί ευρωπαϊκές χώρες, αποφασίζουν να ανοίξουν δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη και να «καρπωθούν» την τελική έκβαση του πολέμου. Στις 30 Απριλίου 1945, η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο υψώνεται στο Ράιχσταγκ και γίνεται σύμβολο του τσακίσματος του ναζισμού εκεί που αυτός γεννήθηκε. Στις 2 Μαΐου οι υπερασπιστές του Ράιχσταγκ παραδόθηκαν, μαζί με την πλήρη παράδοση της Φρουράς του Βερολίνου.
Η καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ και του σοβιετικού λαού:
Η Σοβιετική ένωση και ο σοβιετικός λαός είχαν την μεγαλύτερη συμβολή στον αγώνα ενάντια στον χιτλεροφασισμό. Έδωσαν σ’ αυτόν το αγώνα πέραν των 20 εκατομμυρίων πολιτών, ενώ μαζί με τους ανάπηρους και τους τραυματισμένους πολέμου άγγιζαν τα 30 εκατομμύρια. Από την άλλη, οι νεκροί της Βρετανίας έφτασαν τις 375 χιλιάδες και των ΗΠΑ τις 405 χιλιάδες. Η Σοβιετική Ένωση σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου αφού ο πόλεμος για αυτήν κοστολογείται σχεδόν τρεις φορές περισσότερο απ’ αυτό όλων των συμμάχων μαζί. Πιο συγκεκριμένα, από τα 260 δις. δολάρια του συνολικού ύψους των ζημίων που υπέστη η Ευρώπη κατά την διάρκεια του πολέμου τα 128 δις δολάρια αναλογούν στην ΕΣΣΔ, ενώ σε σωρούς ερειπίων μετατράπηκαν 1.710 πόλεις, κάηκαν 70.000 χωριά και καταστράφηκαν 32.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις.
Η τεράστια προσφορά της ΕΣΣΔ στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οφείλεται κύρια στην αυτοθυσία που επέδειξε ο λαός με πρωτεργάτες τους κομμουνιστές. Μόνο τον πρώτο χρόνο του πολέμου εντάχθηκαν στον Κόκκινο Στρατό περίπου 1.000.000 μέλη του κόμματος, 2.000.000 μέλη της νεολαίας του, ενώ το 1/3 της Κ.Ε του κόμματος βρισκόταν στο μέτωπο. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε, επίσης, ο σοσιαλιστικός χαρακτήρα της οικονομίας αφού σ’ αυτόν και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει (κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας) οφείλεται η επιτυχία του Κοκκίνου Στρατού. Ο ισχυρισμός ότι η Σοβιετική ένωση μπόρεσε να νικήσει στηριγμένη στη βοήθεια από τις ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, αποτελεί ένα ακόμα προπαγανδιστικό τέχνασμα αφού η ενίσχυση δόθηκε ως δάνειο επιβαρύνοντας την οικονομία ενώ επ ‘ουδενί δεν υπήρξε καθοριστική.
Η παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας
Η αστική τάξη επιχειρεί με κάθε τρόπο να σβήσει από την μνήμη των λαών την τεράστια προσφορά της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιλαμβανόμενη ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει σε αδιέξοδο, μάχεται μέσω της χειραγώγησης της κοινωνίας να αμαυρώσει την πρωτοπόρα ιδεολογία, τον κομμουνισμό. Για να το πετύχει αυτό επιστρατεύει τον αντικομουνισμό, αποπροσανατολίζοντας με διαφορές πολίτικες την εργατική τάξη από το πραγματικό της εχθρό. Μια από αυτές αποτελεί η λεγόμενη «θεωρία των δύο άκρων» κατά την οποία γίνεται ταύτιση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού με το ναζισμό, τον Στάλιν με τον Χίτλερ (έναν Χίτλερ που τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως έναν άτομο με ψυχολογικές διαταραχές, αθωώνοντας εν μέρει την εγκληματική ιδεολογική φύση του ναζισμού). Επιστρατεύει τους διάφορους αναθεωρητές της Ιστορίας να μιλήσουν για «ολοκληρωτικά καθεστώτα» και να χαρίσουν στις συμμαχικές δυνάμεις τα εύσημα της αντιφασιστικής νίκης σε μια προσπάθεια να κρύψουν τις μεγάλες ευθύνες των αστικών κομμάτων και την βαθιά σχέση του φασισμού με τον καπιταλισμό. Όλα αυτά πηγάζουν από τον πραγματικό τους φόβο να εμπεδωθεί στη μνήμη των λαών η νίκη ως αποτέλεσμα της τεράστιας συμβολής της Σοβιετικής Ένωσης και του σοβιετικού λαού στην νίκη κατά του φασισμού – ναζισμού, ό,τι πιο σάπιου γέννησε η ανθρωπότητα. Την ίδια στιγμή η αστική τάξη προσπαθεί να ανασκευάσει την Ιστορία, κατά το δοκούν, καθιερώνοντας προκλητικά την 9η Μάη ως «Ημέρα της Ευρώπης».
Όσο κι αν προωθείται η «θεωρία των δύο άκρων», η πραγματικότητα παραμένει πως τα μόνα δυο «άκρα» που πάντα θα υπάρχουν στο καπιταλιστικό σύστημα, είναι από την μια οι λίγοι εκμεταλλευτές και από την άλλη οι πολλοί εκμεταλλευόμενοι.
Με την συμπλήρωση 75 χρόνων από την αντιφασιστική νίκη των λαών τιμάμε και διδασκόμαστε από την πίστη και τη δύναμη τους. Με οδηγό αυτή τη δύναμη και τη σπουδαία παρακαταθήκη τους θα βαδίζουμε όλο και πιο μπροστά. Αυτό ορίζει το καθήκον μας, έως την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Θέτοντας το φασισμό, μια για πάντα, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Η Προσφορά της Κύπρου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο:
Όσο και να θέλουν να αντιστρέψουν την ιστορική αλήθεια, οι λαοί του κόσμου ξέρουν ότι χρωστούν την ελευθερία τους όχι μόνο στον Κόκκινο Στρατό και στη Σοβιετική ένωση αλλά και στους κομμουνιστές, δημοκράτες και αντιφασίστες όλου του κόσμου, που ύψωσαν το ανάστημά τους δίνοντας παραδείγματα θάρρους και ηρωισμού.
Μια από τις λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του ΑΚΕΛ αλλά και της Κύπρου αποτελεί η απόφαση της 16ης Ιουνίου του 1943, όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ κάλεσε τα μέλη του κόμματος να καταταγούν εθελοντικά στο πλευρό των δυνάμεων όπου πολεμούσαν να σταματήσουν την επέλαση του χιτλεροφασισμού. Την απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, δέχτηκαν με ενθουσιασμό τα μέλη του κόμματος και περίπου 800 άτομα κατατάγηκαν εθελοντικά στο βρετανικό στρατό. Ανάμεσα στους εθελοντές ήταν και 11 από τα 17 μέλη της Κ.Ε. του κόμματος.