Στις 30 Μαΐου ο λαός καλείται να συμμετέχει στις εκλογές για την ανάδειξη της νέας σύνθεσης του κοινοβουλίου. Στο παρόν άρθρο θα καταθέσουμε τη δική μας άποψη για ζητήματα που απασχολούν τη συζήτηση της προεκλογικής περιόδου, διαχρονικά, κυρίως για την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Ποιες επιλογές προτείνονται, ποια κριτήρια επιλογής προκρίνονται αλλά και για το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι.
Οι βασικές μεταβλητές που διαμορφώνουν την εκλογική επιλογή, δεν μπορούν να είναι ομοιόμορφες. Η κοινωνική θέση, η οικονομική κατάσταση, οι δυσκολίες, οι ανάγκες, η θρησκεία και η δυνατότητα ενημέρωσης έχουν καθοριστικό ρόλο στην εκλογική επιλογή. Η διαδικασία συνειδητοποίησής των μαζών, για το ποια είναι τα πραγματικά τους συμφέροντα, αλλά και ποια πολιτική είναι αυτή που αντικειμενικά μπορεί να τα εξυπηρετεί, δεν είναι απλή. Επιπρόσθετα σήμερα, καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή, διαδραματίζουν τα Μ.Μ.Ε και τα Μ.Κ.Δ, τα οποία, εν μέσω της πανδημίας, καθίστανται ακόμα περισσότερο ένα χρήσιμο αν όχι καθοριστικό εργαλείο.
Νέοι σχηματισμοί: «ενάντια» στο κατεστημένο ή εκτόνωσης της δυσαρέσκειας προς αυτό;
Στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, παρατηρείται –σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στο παρελθόν- το φαινόμενο της μεγάλης συμμετοχής υποψηφίων και νέων εκλογικών συνδυασμών, οι οποίοι εμφανίζονται με το προσωπείο του διαφορετικού, του καινούργιου, με ακαθόριστες (ως επί τω πλείστο) πολιτικές θέσεις, εκφέροντας πιασάρικα συνθήματα και λεκτικό, με ύφος τιμωρού του ‘’πολιτικού κατεστημένου’’, όπως οι ίδιοι το χαρακτηρίζουν. Η μεγάλη συμμετοχή υποψηφίων μέσω των νέων εκλογικών συνδυασμών οφείλεται σε μια σειρά από διάφορες παραμέτρους, οι οποίες σε άλλες αστικές δημοκρατίες έχουν κάνει την εμφάνιση τους εδώ και χρόνια. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά κόμματα στα οποία αποδίδεται η δυσχερής σημερινή κατάσταση, αλλά και το διογκωμένο πρόβλημα της διαφθοράς και της διαπλοκής και η ανάμειξη πολιτικών προσώπων είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή. Πατώντας πάνω στα υπαρκτά προβλήματα τόσο της κοινωνίας όσο και του πολιτικού συστήματος, πολλοί επιδιώκουν να αναδειχθούν σε «σωτήρες» καλλιεργώντας την μοιρολατρική αντίληψη ότι για να σωθούμε χρειαζόμαστε τον ‘’εκλεκτό’’ που θα κάνει τη διαφορά.
Βασικό στοιχείο στην επιχειρηματολογία όλων αυτών είναι η δαιμονοποίηση των κομμάτων, τόσο συγκεκριμένα των παραδοσιακών, όσο και του ίδιου του όρου, ως το κόμμα εξ’ αρχής να αποτελεί ένα καρκίνωμα, ένα εμπόδιο για το ευτυχισμένο μας μέλλον. Αυτό που δεν λέγεται είναι ότι για να λειτουργήσουν ως εκλογικός συνδυασμός, για να καταγράψουν και να συμφωνήσουν πλαίσιο θέσεων, για να χειριστούν ως κοινοβουλευτική ομάδα τόσα και τόσα ζητήματα, στην ουσία θα πρέπει να λειτουργήσουν ως … κόμμα. Αλλιώς, είτε δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν, είτε μας την φέρνουν πλαγίως.
Την ίδια ώρα, θα πρέπει να προσμετρήσουμε, έχοντας απτά παραδείγματα από άλλες χώρες, πως τέτοιου είδους επιλογές, είναι πρόσκαιρες και συνάμα επικίνδυνες για το λαό. Άλλωστε, ένα κίνημα ή ένας ανεξάρτητος μπορεί να έχει συνοχή στις πολιτικές του επιλογές και αποφάσεις εντός της βουλής αν δεν υπάρχουν προγραμματικές θέσεις ή αν και υπάρχουν κινούνται από το αόριστο μέχρι το αντιφατικό; Πώς όταν κάποιος εμφανίζεται ως ο εκπρόσωπος μιας μερίδας πολιτών που θα επιλύσει το δικό τους πρόβλημα θα μπορεί αύριο να λειτουργήσει υπέρ της πλειοψηφίας του λαού; Ποιος ο λόγος στήριξης ενός υποψήφιου ή συνδυασμού ο οποίος έχει στην ατζέντα του μόνο μια θεματική; Η μονοθεματικότητα στην πολιτική είναι άκρως επικίνδυνη. Ακόμα και αν εκφράζονται σωστές θέσεις σε συγκεκριμένο θέμα (πχ στο Κυπριακό ή σε ένα συνδικαλιστικό ζήτημα) η απουσία ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης με ιδεολογικό πρόσημο και σαφή πολιτικό στόχο, πέραν από τις όποιες άλλες αδυναμίες, προσφέρει έδαφος και σε αντιδραστικές δυνάμεις διαφόρων αποχρώσεων να βγουν στην επιφάνεια.
Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να αφήσουμε να πέσει στα μαλακά το - διόλου αθώο -, να δοθεί χώρος στους ηλικιακά νέους. Οι συνδυασμοί των άλλων κομμάτων, ρίχνοντας βάρος στην ψήφο της νεολαίας, προσπαθούν μεταξύ άλλων να παρουσιάσουν τους νέους σε ηλικία υποψηφίους τους ως φορείς νέων ιδεών. Αλήθεια, από μόνη της η ηλικία είναι κριτήριο για το ποια πολιτική υπηρετεί ο κάθε υποψήφιος; Ο νέος που συμμετέχει σε ψηφοδέλτιο ενός κόμματος πλήρους συμβιβασμένο με τις αντιλαϊκές πολιτικές τι ελπίδα να προσφέρει στους νέους; Ένας φασίστας που είναι νέος σε ηλικία, παύει να είναι φασίστας;
Ψηφοδέλτια ή ψήφος αχταρμάς; Εξίσου επικίνδυνα
Άμεσα συνδεδεμένο με όσα αναφέρουμε πιο πάνω είναι το γεγονός ότι βλέπουμε ψηφοδέλτια κομμάτων και κινημάτων με υποψήφιους που έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις μεταξύ τους, ή υποψήφιους που σε προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες συμμετείχαν σε ψηφοδέλτια άλλων εκλογικών συνδυασμών. Αυτός ο αχταρμάς θέσεων, που για να είμαστε δίκαιοι δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό νέων σχηματισμών αλλά όλων σχεδόν των αστικών κομμάτων, δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως πολυφωνία ούτε ως πολυσυλλεκτικότητα αλλά θα πρέπει να ονομάζεται όπως ακριβώς είναι: Τυχοδιωκτισμός και λαϊκισμός στο βωμό της προσέλκυσης ψήφων.
Βάσει και των πιο πάνω, φυσιολογικά θεωρούμε πως η οριζόντια ψηφοφορία, δεν είναι η λύση που πολλοί προκρίνουν, για να εξαλείψει τις πολιτικές παθογένειες. Αντίθετα, η οριζόντια ψηφοφορία αποθαρρύνει τη συγκεκριμενοποίηση του πολιτικού λόγου, ενώ ενθαρρύνει την ασάφεια στις πολιτικές θέσεις και τις ευκαιριακές τοποθετήσεις, την ατομοκεντρική εκπροσώπηση και τον λαϊκισμό. Δεν μπορεί να μας βρίσκει σύμφωνους η λογική της αποπολιτικοποίησης και αποϊδεολογικοποίησης μια καθόλα πολιτικής πράξης όπως είναι η ψήφος, σαν να πρόκειται για ψώνισμα από ράφι υπεραγοράς.
Αποχή: Αντίδραση ή συμβιβασμός
Σε ακόμα μια εκλογική αναμέτρηση, γίνεται συζήτηση γύρω από την αποχή αν θα είναι αυξημένη, ποιοι είναι οι παράγοντες που δεν οδηγούν τους ψηφοφόρους στην κάλπη, εάν η αποχή είναι συνειδητή επιλογή για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια των πολιτών για τα τεκταινόμενα στην κυπριακή κοινωνία ή εάν η αδιαφορία είναι ο κυρίως παράγοντας της αποχής.
Οι ίδιοι οι ψηφοφόροι οφείλουν πρώτα να αντιληφθούν πως η αποχή δεν είναι λύση. Η συμμετοχή και η έμπρακτη καταδίκη των κομμάτων που φέρουν τις αντιλαϊκές πολιτικές , με την ταυτόχρονη ενίσχυση των δυνάμεων που αγωνίζονται με σθένος για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, της νέας γενιάς, των συνταξιούχων, είναι η επιλογή που έπρεπε να κάνουν. Όσοι απείχαν στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις ή όσοι επιθυμούν να απέχουν από την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, ανεξάρτητα από την πολιτική και ιδεολογική τους τοποθέτηση, οφείλουν να διορθώσουν αυτή τους την επιλογή στις 30 Μαΐου. Να πάρουν την απόφαση, για να δράσουν για τα δικά τους δικαιώματα που πλήττονται, να αποφασίσουν την άμεση συμμετοχή τους, να πλαισιώσουν τις γραμμές εκείνης της δύναμης που προτάσσει τα συλλογικά συμφέροντα και να την ενδυναμώσουν. Παράλληλα με την συμμετοχή μας, να φράξουμε και αυτόν τον δρόμο στον φασισμό και σε όσες αντιδραστικές δυνάμεις θεωρούν πως βρήκαν τον χώρο και τον τρόπο να βγουν στην επιφάνεια.
Την ίδια ώρα δεν πρέπει να αγνοείται από κανένα, πως το δικαίωμα ψήφου δεν δόθηκε απλόχερα, αλλά κερδήθηκε με αίμα, πως δεν ήταν καθολικό δικαίωμα του λαού αλλά έγινε μέσω των τεράστιων αγώνων που δόθηκαν. Οφείλουμε, τουλάχιστον, να το σεβόμαστε και να το ασκούμε, σκεπτόμενοι και όσους το κέρδισαν για μας, αλλά και πώς θα ήταν αν σήμερα δεν είχαμε ούτε αυτό το δικαίωμα.
Ποιον συμφέρει η λογική του «όλα τα κόμματα είναι ίδια»;
Όσοι δίκαια αγανακτούν για τη κατάσταση του πολιτικού συστήματος, πρέπει να προβληματιστούν για την επίμονη προσπάθεια των αστικών κομμάτων και ΜΜΕ να συντηρούν αυτή την αντίληψη, η οποία έχει ως στόχο την συγκάλυψη των αιτίων και των υπεύθυνων για τις δύσκολες στιγμές που περνάει σήμερα ο λαός. Κάτι τέτοιο στρέφεται εναντίον στο λαό που αγανακτεί, αφού θωρακίζει τον πραγματικό εχθρό. Κριτήριο της πολιτικής κάθε κόμματος, είναι αν με τις θέσεις και τη δράση του υπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων και εκλεκτών ή των πολλών. Αν στηρίζει ή πολεμά αντιλαϊκές αποφάσεις . Αν στους αγώνες των εργαζομένων στέκεται μπροστά και στο πλευρό τους, ή απέναντι. Να κρίνουμε πώς στέκεται η κάθε πολιτική δύναμη απέναντι σε κάθε ζήτημα κρίνοντας και τη διαχρονική τους πορεία. Το πώς αντέδρασε ο καθένας και σε σχέση με τα φαινόμενα της διαφθοράς που σχεδόν μονοπώλησαν τον δημόσιο διάλογο. Ακόμα και αν άγγιξε όλους, από κάπου πηγάζει. Για κάποιους είναι λεκές για άλλους είναι τρόπος ζωής.
Ταξικά θα πρέπει να τοποθετηθούμε και να συμπεριφερθούμε και σε αυτή τη μάχη. Εκεί θα πρέπει να κρίνουμε και να κριθούμε. Να διερωτηθούμε πόσο προοδευτική, πόσο εκσυγχρονιστική, πόσο ανεξάρτητη είναι η όποια πολιτική αν δεν θέτει τα ζητήματα στο πραγματικό τους πλαίσιο. Αν δεν στοχεύει στις ρίζες των προβλημάτων, αν θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι το τέλος του δρόμου, αν και αυτές οι εκλογές είναι μια ευκαιριακή συγκυρία.
«Στέκει ολόρθος ο κορμός και οι ρίζες βαθαίνουν…»
Το διακύβευμα λοιπόν των επερχόμενων εκλογών είναι εάν θα σταλεί μήνυμα στους κυβερνώντες που η κλεψύδρα τους τελειώνει, πως το χρονόμετρο μετράει αντίστροφα για να απομακρυνθούν από τον κυβερνητικό θώκο, πως ο λαός δεν τους ανέχεται πλέον, πως απαιτεί την προοδευτική αλλαγή που χρειάζεται ο τόπος μας. Πως οι χειρισμοί τους στο Κυπριακό πρόβλημα, είναι εκείνοι που οδηγούν με ακρίβεια στη διχοτόμηση, πως οι πολιτικές τους έχουν εμβαθύνει της ανισότητες.
Βέβαια, οι εκλογές, είναι ένας σταθμός, δεν αρχίζει και δεν τελειώνει τίποτα σε μια εκλογική αναμέτρηση. Θα πρέπει η νέα γενιά, οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι να συστρατευτούν με το ΑΚΕΛ, να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία της 30ης Μαΐου, και από την επόμενη ημέρα να συμπορευτούν μαζί μας στους αγώνες που έρχονται μέσα και έξω από τα κοινοβουλευτικά έδρανα. Για να βγει στο προσκήνιο ό,τι πιο «νέο» υπάρχει, για να δυναμώσει ο αγώνας για τα σύγχρονα δικαιώματα και ανάγκες της νεολαίας, πρέπει να ισχυροποιηθεί το ΑΚΕΛ. Να δυναμώσει δηλαδή η διεκδίκηση για τη ζωή και το μέλλον που αξίζει και μπορεί να έχει η νεολαία και ο λαός μας.
Πάμε δυνατά και τώρα και πάντα.
•Λένος Χριστοφόρου
Μέλος Κ.Σ. ΕΔΟΝ
Μέλος Γραμματείας Φοιτητικού Συμβουλίου ΕΔΟΝ