Της Ραφαέλας Αθανασίου
Μέλος Κεντρικού Πολιτιστικού Γραφείου
«Είχα την ευκαιρία και τη χαρά να συναντήσω τον Μάνο Λοΐζο από τα πρώτα του βήματα. Ο Λοΐζος δεν κατασκεύαζε. Και αν το ήθελε δεν θα μπορούσε. Γεννούσε. Και αυτό γιατί έτσι ένιωθε. Τρυφερός και καλός, γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες στον αγώνα. Δεν ήταν πλατάνι ή βαλανιδιά. Ο Μάνος ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: η καρδιά του ανθρώπου.»
Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Μάνο Λοΐζο.
Κάθε που έρχεται Σεπτέμβρης προστίθεται ένας ακόμα χρόνος απουσίας του. 34 χρόνια απουσίας ενός μεγάλου συνθέτη, στιχουργού και τραγουδοποιού, που έγραψε μια χρυσή σελίδα στην ελληνική μουσική σκηνή. Ωστόσο τα τραγούδια του δεν έχουν πάψει να ακούγονται αλλά και να σιγοτραγουδιούνται ακόμα και απ’ όσους γεννήθηκαν χρόνια μετά το θάνατο του.
Ο Μάνος Λοΐζος, με τα τραγούδια του στάθηκε απέναντι στην εκμετάλλευση και τις κοινωνικές ανισότητες. Πέραν από εμπνευσμένος καλλιτέχνης, ο Μάνος υπήρξε πρωτοπόρος στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο όντας ταγμένος στον αγώνα της εργατικής τάξης.
Από μικρός, αντιλαμβάνεται την κλίση του στη μουσική και έτσι επιλέγει να μάθει βιολί και αργότερα κιθάρα. Ώσπου το 1960, φοιτητής ακόμα, συνθέτει το πρώτο του τραγούδι: «Το τραγούδι του δρόμου», ένα ποίημα του Λόρκα, το οποίο είδε δημοσιευμένο σε μια εφημερίδα.
Τον Απρίλη του 1962, γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σ.Φ.Ε.Μ. (Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής), με στόχο την προβολή νέων δημιουργών. Οι επαφές του Μάνου μέσα από το σύλλογο με το Μίκη Θεοδωράκη, το Διονύση Σαββόπουλο, τη Μαρία Φαραντούρη, το Μάνο Ελευθερίου και άλλους, υπήρξαν καθοριστικές τόσο στις μουσικές όσο και στις πολιτικές του αναζητήσεις.
Μια δημιουργική πορεία έχει ξεκινήσει για τον ίδιο και έτσι το 1964 γράφει «Το Ακορντεόν», τον «Στρατιώτη», και τον «Γ΄ Παγκόσμιο», τραγούδια που θα αποτελέσουν σύμβολο των αγώνων του Ελληνικού λαού. Το 1967 με το πραξικόπημα και τις συλλήψεις του Διονύση Σαββόπουλου και του Μίκη Θεοδωράκη, αναγκάζεται να καταφύγει για λίγο στην Αγγλία. Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, 6 μήνες μετά, βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον οποίο κυκλοφορούν το δίσκο «Ο Σταθμός».
Το 1971, ενώ ήδη κυκλοφορεί ο δίσκος «Να ‘χαμε, τι να ‘χαμε», ο Μάνος δουλεύει τον «Τσε» και την «Πρώτη Μάιου», τραγούδια που δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν ακόμη λόγω της λογοκρισίας. Στις 17 Νοεμβρίου του 1973, την ημέρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου,τα «όργανα» του καθεστώτος δεν δίστασαν να τον συλλάβουν μπροστά στα μάτια της κόρης του και να τον οδηγήσουν στα μπουντρούμια της χωροφυλακής Νέας Ιωνίας. Τελικά 9 μέρες αργότερα, αφήνεται ελεύθερος.
Με την πτώση της Χούντας θα λυτρωθεί η Ελλάδα, μαζί της και ο Μάνος Λοΐζος από την αγωνία του για εξορία. Πλέον έχει τη δυνατότητα να κυκλοφορήσει σε δίσκους τραγούδια, που η λογοκρισία δεν άφηνε να κυκλοφορήσουν. Το 1975 κυκλοφορούν οι δίσκοι «Τα Νέγρικα» και «Τα Τραγούδια του Δρόμου», που περιλάμβαναν τραγούδια όπως «Ο Δρόμος», «Ο Στρατιώτης», «Τσε», «Το Ακορντεόν», «Γ΄ Παγκόσμιος», «Ο Μέρμηγκας», «Μη με ρωτάς».
Η ζωή του Μάνου ήταν γεμάτη καταχρήσεις, αλκοόλ, τσιγάρο και περιπέτειες. Στις 11 Οκτωβρίου του 1981 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο με διάφορα προβλήματα υγείας. Λίγο αργότερα όμως θα βγει από το νοσοκομείο και θα κυκλοφορήσει το δίσκο «Γράμματα στην Αγαπημένη», από τα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ σε απόδοση του Γιάννη Ρίτσου.Τελικά η κατάσταση της υγείας του τον αναγκάζει να ταξιδέψει στη Μόσχα για εξετάσεις. Στις 7 Σεπτεμβρίου το 1982 παθαίνει εγκεφαλικό. Οι γιατροί θα τον κρατήσουν στη ζωή ως τις 17 του Σεπτέμβρη.
Ο Μάνος Λοΐζος, αν και έφυγε νωρίς κατάφερε να γίνει σύμβολο αγώνα και πάλης ενάντια στην εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία. 34 χρόνια μετά το θάνατο του είναι πάντα εδώ καιμας συντροφεύει με τα τραγούδια του που κερδίζουν κάθε γενιά.
*Άρθρο που δημοσιεύτηκε στη «Νεολαία» Σεπτεμβρίου 2016