Της Αιμιλίας Άσπρου
Μέλος Ε.Σ. ΕΔΟΝ Λάρνακας
Ο Θεοδόσης Πιερίδης είναι Κύπριος Κουμμουνιστής Ποιητής. Το έργο του σημάδεψε τη κυπριακή λογοτεχνία. Ήταν πάντοτε άμεσα συνυφασμένο με τους μεγάλους αγώνες της Κύπρου, της Ελλάδας αλλά και του διεθνές Κουμμουνιστικού Κινήματος. Γεννήθηκε το 1908 στο Τσέρι. Ο πατέρας του Φίλιππος καταγόταν από το Δάλι. Ήταν αδελφός του γνωστού βραβευμένου πεζογράφου Γεωργίου Φιλίππου-Πιερίδη. Μεγάλωσε στην Ηλιούπολη του Καΐρου, όπου και τελείωσε το Εμπορικό της Αμπετείου Σχολής και το Γαλλικό Λύκειο.
Από πολύ νέος έταξε τον εαυτό του σε δυο σκοπούς, την ποιητική δημιουργία και την κοινωνική προοδευτική δράση. Εργάστηκε ως υπάλληλος στον τραπεζικό και δημόσιο τομέα. Το 1935 έγινε μέλος των Essayists (Δοκιμιογράφοι, μελετητές), ενός προοδευτικού ομίλου νέων του Καΐρου.
Ανέπτυξε ενεργό δράση στη Διεθνή Ειρηνιστική Ένωση που ιδρύθηκε λίγο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και στον Ελληνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ) Αιγύπτου. Το 1947 εγκαταστάθηκε στην Αμμόχωστο και δούλεψε ως συνεργάτης της εφημερίδας «Δημοκράτης», ενώ η περίοδος 1949-1952 τον βρίσκει στο Παρίσι να σπουδάζει Γαλλική Φιλολογία και Ιστορία του Πολιτισμού.
Από το 1952 και για μια δεκαετία έζησε σε σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, έχοντας μόνιμη διαμονή στο Βουκουρέστι. Το 1962, επέστρεψε στην ανεξάρτητη πια Κύπρο, όπου και ασχολήθηκε με τα πνευματικά ζητήματα του τόπου και τη δημοσιογραφία, συνεργαζόμενος με την εφημερίδα «Χαραυγή» και το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εποχή».
Απεβίωσε στις 23 Ιανουαρίου 1968 στο Βουκουρέστι, έπειτα από εξάμηνη νοσηλεία του εκεί, και τάφηκε στη Λευκωσία.
Η σφραγίδα του Θεοδόση Πιερίδη έμεινε ανεξίτηλη στα πνευματικά δρώμενα του Βουκουρεστίου, κατά την εποχή του 1960. Κατά την παραμονή του στο Βουκουρέστι αρθρογραφούσε στα γαλλικά για τον Αριστοφάνη και μετάφραζε στη γαλλική γλώσσα ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Το έργο του Θεοδόση Πιερίδη είναι πληθωρικό. Πανω απ’ όλα ο ίδιος νιώθει τον εαυτό του τραγουδιστή της ανθρωπότητας και των πανανθρώπινων ιδανικών της ειρήνης, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Άλλωστε η πολυετής του παραμονή στο Βουκουρέστι, του έδωσε την ευκαιρία να βιώσει το σοσιαλισμό και τα οράματα που αυτός ευαγγγελιζόταν, την αλληλεγγύη, το διεθνισμό, την αδελφοσύνη.
Ο στίχος του Πιερίδη γίνεται ρωμαλέος, κοφτερός σαν σπαθί όταν επιβάλλεται. Από τα ποιήματά του εκτοξεύεται τόσο ο στίχος της ανεμελιάς, του ονείρου και της αγάπης, όσο κι αυτός της οργής και της αγανάχτησης, για όσα συνέβαιναν στο νησί μας. Οι ποιητικές συνθέσεις του Θ. Πιερίδη παίρνουν μεγαλόπνοες, σχεδόν επικές διαστάσεις. Η ποίησή του χαρακτηρίστηκε από κριτικούς ως κοινωνική, πατριωτική, ερωτική και με πηγαία διάθεση.
Το σύνολο του έργου του περιλαμβάνει δεκαεννιά ποιητικές συλλογές, μεταφράσεις και μια μελέτη για το νησί του και τον τοποθετεί ανάμεσα στους σημαντικότερους λογοτέχνες της Κύπρου δίπλα στο λογοτέχνη και συναγωνιστή του Τεύκρο Ανθία.
Ο Τεύκρος Ανθίας γεννήθηκε ως Ανδρέας Παύλου στις 3 Απρίλη του 1903, στο χωριό Κοντέα της επαρχίας Αμμοχώστου. Ο πατέρας του ήταν γεωργός. Ο Ανθίας ήταν "ποιηταρούδιν νηστικό, παιδί της αλητείας", όπως ο ίδιος έλεγε.
Μαθητεύει στο Εμπορικό Λύκειο της Λάρνακας το 1916-17, όπου τυπώνει και μεταδίδει ποιήματα όπως το «Ξύπνα λαέ», τα πιο πολλά δεκαπεντασύλλαβα, περιγράφοντας σκηνές πείνας, δυστυχίας, ορφάνιας. Δουλεύει σαν δάσκαλος στη Χοιροκοιτία και μετά φεύγει για την Ελλάδα για να σπουδάσει φιλολογία. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργάζεται ως δάσκαλος στη Σπάρτη και μετά στο Σκλαβοχώρι. Το 1926 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου αρχίζει η «αλήτικη» ζωή. Γυρίζει τις ταβέρνες με την παρέα του Βάρναλη, του Βουρνά και άλλους.
Ο Ανθίας γυρίζει στην Κύπρο το 1930. Μπαίνει στο ΚΚΚ. Αφοσιώνεται στον αγώνα, χρησιμοποιώντας την πένα του σαν θαυμάσιο όπλο και αρχίζει την πορεία τους ως δημοσιογράφος. Συμμετέχει στα Οκτωβριανά γεγονότα του 1931. Είναι ο πρώτος που συνέλαβαν. Γράφει, από το 1930 μέχρι το 1948 σε διάφορες εφημερίδες.
Ακολουθούν πολλές εκδόσεις του. Τα έργα του αποτελούν καταδίκη μιας εποχής όπου κυριαρχεί το κέρδος, ο πόλεμος, η εκμετάλλευση, η κοινωνική ανισότητα και η υποκρισία. Το 1931 εκδίδει τη «Δευτέρα Παρουσία», που έγινε αφορμή να αφοριστεί από την Εκκλησία. Οι «ήρωες» του είναι άνθρωποι εκμεταλλευόμενοι, οργισμένοι, επαναστατημένοι και μέσω αυτών κατηγορεί ο ποιητής το Θεό ως προσωποποίηση του κακού, της καταπίεσης και της αδικίας. Ένα έργο κοινωνικό και φιλοσοφικό, που παρουσιάζει όλους τους καταπιεσμένους της Γης.
Το 1941 εκλέγεται στην ΚΕ του ΑΚΕΛ. Από το 1945 η ποίηση του Ανθία καταγράφει σύγχρονα γεγονότα, ειδικά την αντίσταση της Ελλάδας και Κύπρου, την ελπίδα για κοινωνική αλλαγή, την πάλη εναντίον της ξένης κυριαρχίας, για δικαίωση και ελευθερία. Ο ποιητής τάσσεται υπέρ της απελευθέρωση της γυναίκας, κάτι πρωτοποριακό για την κυπριακή ποίηση.
Το 1955 γυρίζει στην Κύπρο και αναλαμβάνει συντάκτης στο «Νέο Δημοκράτη». Συλλαμβάνεται στις 14 Δεκεμβρίου μαζί με 134 άλλα στελέχη του ΑΚΕΛ, όταν το κόμμα κηρύσσεται παράνομο και μπαίνει στα κρατητήρια της Δεκέλειας. Λόγω καρδιακής προσβολής απελευθερώνεται και ξαναδουλεύει στη «Χαραυγή». Το 1957 γυρίζει στο Λονδίνο και δουλεύει στο «Βήμα».
Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 8 Νοεμβρίου 1968 και κηδεύεται στο χωριό του Κοντέα, όπως επιθυμούσε.
Λέγεται πως ο Ανθίας κατατάσσεται με ποιητές σαν τον Μπρεχτ, που βλέπουν τη δημιουργία τους σαν "όπλο" για προσφορά στον αγώνα. Ο Ανθίας ήταν πρωτοπόρος στη μορφή που διάλεξε. Ηταν πρωτοπόρο πνεύμα και πνευματικά και επαναστατικά. Δε φοβόταν την πάλη με τα καθιερωμένα, δε φοβόταν τη φτώχεια. Ηταν αφοσιωμένος πάντοτε στο καλύτερο αύριο. Αγαπούσε την οικογένειά του, τους φίλους του, την τέχνη, τον αγώνα. Ήταν διανοούμενος, αλλά άνθρωπος του λαού. Γι' αυτό και η ποίησή του απευθύνεται και στον απλό αγρότη και στον διανοούμενο.
*Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τον θάνατο των δύο ποιητών.
**Άρθρο που κυκλοφόρησε με τη "Νεολαία" Ιουλίου 2018
Ο Τεύκρος Ανθίας σε ξυλογραφία Τηλέμαχου Κάνθου
Ευχετήριο σημείωμα Θεοδόση Πιερίδη, στη «ΝΕΟΛΑΙΑ» Ιανουαρίου 1967