Τι κι’ αν έριξαν τα φύλλα, κι’ αν έκοψαν τους κλώνους, στέκει ολόρθος ο κορμός και οι ρίζες βαθαίνουν περισσότερα ν’ αναστήσουν αύριο πιο περήφανο τον πληγωμένο πλάτανο.
Ντερβίς Καβάζογλου: Όταν το διαμάντι της καρδιάς δεν έχει μαυρίσει, μπορείς να αντικρύσεις με θάρρος το φως της πραγματικότητας και να μιλήσεις την γλώσσα της αλήθειας
Όπως είναι γνωστό μαζί με τον τουρκοκύπριο πολιτικό δρ. Ιχσάν Αλή, ακούστηκε μια άλλη τίμια και στεντόρεια φωνή ενός παλιού συνδικαλιστή ηγέτη του κ. Ντερβίς Καβάζογλου. Ο τουρκοκύπριος συνδικαλιστής και κοινωνικός παράγοντας αποτελεί σήμερα μια καθαρή σαν κρύσταλλο φωνή, που η ηχώ έχει περάσει το τεχνητό τείχος του διαχωρισμού και έχει εισχωρήσει βαθειά στις καρδιές όλων εκείνων των τουρκοκυπρίων που η ωμή βία της σοβινιστικής ηγεσίας τους έχει εγκλωβίσει, μακρυά από τα χωριά και τα σπίτια τους. Δημοσιεύουμε πιο κάτω αποκλειστική συνέντευξη του κ. Ντερβίς Καβάζογλου που είχε την ευγενική καλοσύνη να παραχωρήσει προς την εφημερίδα μας.
Σαν συνδικαλιστής ηγέτης και γενικά σαν κοινωνικός παράγοντας θα μπορέσετε να αναφερθείτε σ’ ορισμένα γεγονότα του παρελθόντος, όπου να διαφαίνεται καθαρά, η ειρηνική, μα και αδελφική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων, και συγκεκριμένα ανάμεσα στην νεολαία του νησιού μας;
Κείνοι που δεν θέλουν να κλείσουν τα μάτια τους στο φως της πραγματικότητας, κείνοι που δεν έχασαν το ανθρώπινο αίσθημα, κείνους που δεν μαύρισε το διαμάντι της καρδιάς τους, έχουν πολλά να πουν, για τις αναμνήσεις της ζωής τους, αναμνήσεις που άμεσα σχετίζονται με την ειρηνική μα και την αδελφική συμβίωση των Ελλήνων και των Τούρκων του νησιού μας.
Δεν έχει στην πατρίδα μας μικτό χωριό που στους γάμους – είτε ελληνικός ήταν, είτε τούρκικος – να μην χόρεψαν αγκαλιασμένα κάποιος Ανδρέας και Μεχμέτης τον ελληνικό «συρτό» και το τούρκικο «ζεϊμπέκικο», που να μην έκατσαν μαζί στο ίδιο τραπέζι τραγουδώντας το ελληνικό «τσιαττιστό» και το τουρκικό «τσιφτετέλι» ή τον «αμανέ»
Έλληνες και Τούρκοι της Κύπρου ράντισαν με τον ιδρώτα τους την ίδια τούτη γης ποτίζοντας την για να αποδώσει ψωμί για όλα τα παιδιά της ίδια πατρίδας. Χέρι με χέρι εργάστηκαν στα εργαστήρια, στα μεταλλεία, στα λιμάνια, στα γραφεία. Ενωμένοι αγωνίστηκαν για την καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής τους. Τους Ένωνε ο ίδιος σκοπός, τους έδενε κοινή μοίρα.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα γέρικα πλατάνια που χρόνια συνήθιζαν να ακούν το μονιασμένο τραγούδι, κάποιας μιχτής ομάδας Ελλήνων και Τούρκων, που το συνόδευε πάντοτε ο γλυκός ήχος, ενός ακορντεόν ή κάποιας φυσαρμόνικας, με θλίψη ακούνε τώρα τις κλαγγές των όπλων.
Ποιος διάλυσε τούτη την όμορφη παρέα; Ποιος έχυσε το δηλητήριο του μίσους, και χώρισε τους χθεσινούς φίλους σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα; Γιατί στις βουνοπλαγιές μας να μην ακούγεται πια το φιλικό τραγούδι, της μικτής συντροφιάς και το τσούγκρισμα του ποτηριού; Γιατί τώρα να βουίζει η φρικτή κλαγγή του όπλου; Γιατί πριν αγωνιζόταν η νεολαία μας στον στίβο του αθλητισμού και τώρα μάχεται στο πεδίο του πολέμου;
Ποιος θέλησε να υψώσει το τεχνητό μίσος ανάμεσα στα παιδιά της ίδιας μάνας γής;
Γνωρίζουμε πως τούτο το φαρμακερό βέλος δεν άγγιξε όλων τις καρδιές. Μερικοί ίσως να παρασύρθηκαν ίσως να τυφλώθηκαν, από λόγια και υποσχέσεις. Όμως έμειναν οι πολλοί. Κείνοι που αντίκρισαν κατάφατσα τον ήλιο και δεν θέλησαν να σβήσει από τα μάτια τους το φως. Το τεχνητό μίσος του ξένου και ύπουλου εχθρού δεν μπόρεσε να αγγίξει όλων τις καρδιές.
Ίσως το δέντρο της φιλίας να κλονίστηκε, ίσως οι κλώνοι και τα φύλλα να έγυραν και να πέσαν. Όμως έμεινε ολόρθος ο κορμός, και βαθειά στη γη οι ρίζες να απλωθούν για να στήσουν αύριο πιο περήφανο τον πληγωμένο πλάτανο.
Δεν μπορούν και ούτε θα κατορθώσουν οι αποικιστές και τα όργανα τους με μια μονοκοντυλιά να καταλύσουν αιώνων παράδοση ειρηνικής συμβίωσης και αδελφικής φιλίας Τούρκων και Ελλήνων.
Σε συνέχεια θα μπορούσατε να επεκταθείτε στις προοπτικές που υπάρχουν σήμερα και μελλοντικά για να γεφυρωθεί το χάσμα και συνεχισθεί αυτή η παράδοση ειρηνικής και αδελφικής συμβίωσης;
Αφού εκφράζεται την επιθυμία να σας αναφέρω συγκεκριμένα γεγονότα, όπου διαφαίνεται καθαρά η αδελφική συμβίωση της Ελληνικής και Τουρκικής νεολαίας, επιτρέψτε μου να σας αναφέρω τ’ ακόλουθο:
Δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία – πάντως ήταν καλοκαίρι του 1953. Ήμουν τότε υπεύθυνος του χορευτικού συγκροτήματος του Τουρκικού Μορφωτικού Συλλόγου Λευκωσίας. Οι Έλληνες νεολαίοι είχαν διοργανώσει Παγκύπριο Φεστιβάλ Νεολαίας και είχαν καλέσει και τον σύλλογο μας να λάβει μέρος. Εμείς δεχτήκαμε την πρόταση και πήγαμε με το συγκρότημα μας. Το Φεστιβάλ γινόταν στο Βαρώσι, σε κάποιο κινηματοθέατρο της πόλης. Η αίθουσα ήταν ασφυχτικά γεμάτη. Εχτός από τα καθίσματα είχαν καταλειφθεί όλοι οι διάδρομοι. Υπελόγισα ότι υπήρχαν γύρω στους 2 χιλιάδες νέους και νέες, ίσως και παραπάνω. Όταν ήρθε η σειρά του συγκροτήματος μας να βγει στην σκηνή το τί έγινε δεν μπορεί να περιγραφεί
Όλη εκείνη η λαοθάλασσα ξέσπασε σε ουρανομηκείς ζητωκραυγές. Οι φωνές και τα χειροκροτήματα είχαν την δύναμη να σπάσουν τους τοίχους και να ξεχυθούν έξω. Δυο χιλιάδες Κύπριοι νέοι Ελληνες και Τούρκοι βροντοφώναζαν:
«Ζήτω η φιλία της Ελληνικής και Τουρκικής Νεολαίας», «Γιασασιν Ντοστλουκ», «Γιασασιν Μπαρις».
Τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές συνεχίζονται και μείς τόσο είχαμε συγκινηθεί που δεν μπορούσαμε να βρούμε τα βήματα του χορού. Πολλοί από εμάς δάκρυσαν. Μετά το τέλος του πρώτου, εκείνη η λαοθάλασσα ξέσπασε και πάλι. Οι φωνές και ο ενθουσιασμός δεν μπορούσε να κρατηθεί σε εκείνο τον μικρό χώρο, ξέσχισε τους τοίχους και ξεχύθηκε σε ολόκληρη την πολιτεία.
Τέλος όταν βγήκε μια Τουρκάλα 14 χρονών να χορέψει το «Χαρμάν νταλή» (γυναικείο τούρκικο εθνικό ζεϊμπέκικο), ο ενθουσιασμός και τα ξεφωνήματα δεν είχαν όρια.
Όρθιοι όλοι τους χειροκροτούσαν ρυθμικά μέσα σε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Πρώτη μια νεαρή Ελληνίδα βγήκε στην σκηνή εκεί που χόρευε η νεαρή Τουρκάλα, την αγκάλιασε, την φίλησε και της πρόσφερε ένα άσπρο περιστέρι. Η αρχή είχε γίνει. Τότε όρμησε (πως αλλιώς να το πώ), εκείνη η λαοθάλασσα και άρχισε να μας αγκαλιάζει όλους και να μας φιλά. Κοντεύαμε να πνιγούμε από τα αγγαλιάσματα και τα φιλιά τους.Τίποτα υπερβολικό δεν έχει αυτή η περιγραφή. Ακόμα και τώρα νοιώθω την ίδια συγκίνηση να με πνίγει όπως και τότε. Αυτό με κάνει να πιστεύω ακράδαντα πόσο βαθειά έχει τις ρίζες της η φιλία ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, και μου αναπτερώνει την ελπίδα πως πολύ σύντομα ο λαός μας θα σμίξει αδελφωμένος. …