Τι είναι η φυλή;
Η «φυλή» χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες για να κατηγοριοποιήσει τους ανθρώπους. Μπορεί όμως να έχει πραγματική βιολογική βάση; Η επιστήμη απαντά ξεκάθαρα: η φυλή δεν είναι μια γενετικά ουσιαστική έννοια. Αντί να είναι βιολογικά διακριτές, οι ανθρώπινες πληθυσμιακές ομάδες βρίσκονται σε ένα γενετικό φάσμα, το οποίο έχει διαμορφωθεί από μεταναστεύσεις και ιστορικές αλληλεπιδράσεις. Οι φυλετικές κατηγορίες είναι κοινωνικές κατασκευές και όχι γενετικές πραγματικότητες. Οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι δύο άτομα από την ίδια φυλετική κατηγορία μπορεί να έχουν μεγαλύτερη γενετική ποικιλότητα μεταξύ τους απ’ ότι με κάποιον διαφορετικής φυλετικής κατηγορίας1. Αυτό αμφισβητεί την ιδέα των βιολογικά διακριτών φυλών.
Γενετική και καταγωγή: μια διαφορετική οπτική
Παρότι η φυλή δεν έχει βιολογική βάση, η γενετική μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την ανθρώπινη καταγωγή. Το DNA αποκαλύπτει συνδέσεις με ιστορικούς πληθυσμούς, όμως δεν ορίζει αυστηρές φυλετικές ταυτότητες. Η γενετική καταγωγή βασίζεται στις ιστορικές μεταναστεύσεις και όχι στη φυλή1.
Οι προσπάθειες ταξινόμησης των ανθρώπων σε φυλετικές ομάδες μέσω του DNA είναι προβληματικές. Η μεγαλύτερη γενετική ποικιλομορφία βρίσκεται στην Αφρική, απ’ όπου προέρχεται το ανθρώπινο είδος και μειώνεται σταδιακά όσο οι πληθυσμοί μετακινούνται σε άλλες περιοχές. Αυτό δείχνει ότι όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται έναν κοινό πρόγονο, καθιστώντας τις φυλετικές κατηγορίες αυθαίρετες από γενετική άποψη1.
Το DNA των Κυπρίων: μια κοινή γενετική κληρονομιά
Η Κύπρος έχει μια μακρά ιστορία μεταναστεύσεων και πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων, κάτι που αντανακλάται στη γενετική σύσταση του πληθυσμού της. Μελέτες του χρωμοσώματος Υ (πατρική καταγωγή) δείχνουν ότι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι μοιράζονται κατά κύριο λόγο μια κοινή προ-οθωμανική πατρική καταγωγή. Αυτό υποδηλώνει ότι οι δύο κοινότητες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο προγονικό πληθυσμό2.
Τα πατρικά γονίδια των Κυπρίων έχουν στενή γενετική συγγένεια με τους υπόλοιπους πληθυσμούς του Λεβάντε (κυρίως με του Λιβάνου) και της Νότιας Ιταλίας (Καλαβρία)2, ενώ οι πιο συχνοί πατρικοί απλότυποι στους Κύπριους εμφανίζονται επίσης στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο3.
Οι Ε/Κ και οι Τ/Κ μοιράζονται μεταξύ τους περισσότερα πατρικά απλότυπα απ’ ότι με γειτονικούς πληθυσμούς2. Συγκεκριμένα, οι Ε/Κ και οι Τ/Κ υποδεικνύουν ταυτοσημία σε 7-8% των υπό μελέτη πατρικών απλοτύπων, ενώ η ταυτοσημία μεταξύ Ε/Κ και Ελλήνων, Τ/Κ και Ελλήνων, και Τ/Κ και Τούρκων ανέρχεται σε 1.5%, ~1% και 2.9% αντίστοιχα. Φαίνεται να υπάρχει ελάχιστη γενετική ροή από την Ελλάδα στον κυπριακό πληθυσμό τα τελευταία 1000 χρόνια, ενώ η γενετική απομάκρυνση των Ελλήνων τόσο από τους Ε/Κ όσο και από τους Τ/Κ είναι παρόμοια, υποστηρίζοντας όλο και περισσότερο ότι οι δύο κοινότητες μοιράζονται κοινή τοπική γενεαλογία. Αν και οι Τ/Κ παρουσιάζουν μια περιορισμένη γενετική μετατόπιση προς τους Τούρκους λόγω των 300 χρόνων οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, αυτό δεν μεταβάλλει τη συνολική γενετική τους σύσταση. Οι Κύπριοι ανήκουν σε ένα ευρύτερο γενετικό φάσμα που εκτείνεται από το Λεβάντε έως τη Νοτιοανατολική Ευρώπη2.
Η μητρική καταγωγή των Κυπρίων και ο ρόλος των μειονοτήτων
Το μιτοχονδριακό DNA (mtDNA) που ιχνηλατεί τη μητρική καταγωγή, παρέχει πρόσθετες πληροφορίες για την καταγωγή των Ε/Κ, των Αρμενίων και των Μαρωνιτών της Κύπρου4.
Ευρήματα από μελέτες mtDNA δείχνουν ότι η μητρική καταγωγή των Κυπρίων χρονολογείται από τη νεολιθική περίοδο και την εποχή του χαλκού. Παράλληλα, οι πιο συχνοί μητρικοί απλότυποι στους Κύπριους απαντώνται ευρέως τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Εγγύς Ανατολή4.
Σε αντίθεση με το πατρικό DNA το οποίο έχει διαμορφωθεί από πιο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα όπως η οθωμανική περίοδος, το μητρικό DNA αντικατοπτρίζει πολύ παλαιότερες πληθυσμιακές κινήσεις. Οι Μαρωνίτες της Κύπρου, για παράδειγμα, εμφανίζουν μερικούς διακριτούς γενετικούς δείκτες που ευθυγραμμίζονται με τη ιστορική τους μετανάστευση από τον Λίβανο4. Οι Αρμένιοι της Κύπρου, ενώ δείχνουν γενετικές σχέσεις με τον ευρύτερο αρμενικό πληθυσμό, μοιράζονται επίσης κοινή καταγωγή με τους Ε/Κ και Τ/Κ, αφού εμφανίζουν αυξημένη γενετική ομοιότητα με τους Ε/Κ, υποδεικνύοντας ιστορική ενσωμάτωση στην κυπριακή κοινωνία.
Συμπέρασμα: η φυλή είναι κοινωνική κατασκευή, αλλά η γενετική αποκαλύπτει την κοινή ιστορία μας.
Η επιστήμη επιβεβαιώνει ότι η φυλή δεν έχει βιολογική βάση, αλλά η γενετική μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την ανθρώπινη καταγωγή. Στην Κύπρο, οι γενετικές μελέτες δείχνουν ότι οι Ε/Κ, οι Τ/Κ, οι Αρμένιοι και οι Μαρωνίτες της Κύπρου έχουν κοινές προγονικές ρίζες.
Τόσο η πατρική όσο και η μητρική ανάλυση DNA, βοήθησε στο να αναδειχθεί ότι οι Κύπριοι έχουν μια κοινή γενετική βάση που προϋπάρχει των σύγχρονων εθνοτικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων. Παρόλο που τα ιστορικά γεγονότα έχουν δημιουργήσει το αφήγημα ξεχωριστών ταυτοτήτων, η γενετική κληρονομιά του νησιού αφηγείται μια ιστορία κοινής καταγωγής και βαθιών ιστορικών δεσμών.
Η κατανόηση της γενετικής κληρονομιάς μας μπορεί να ενισχύσει την ενότητα και να αμφισβητήσει τις παρανοήσεις σχετικά με τη φυλή. Η αναγνώριση ότι η φυλή δεν έχει γενετική βάση επιτρέπει μια πιο περιεκτική αντίληψη της ανθρώπινης ποικιλομορφίας και της κοινής καταγωγής, τόσο στην Κύπρο όσο και πέρα από αυτήν.
Άντρη Γιάγκου
Διδακτορική Φοιτήτρια Βιολογικών Επιστημών
Μέλος Συντακτικής Ομάδας «Ν»