Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες νευροαναπτυξιακές διαταραχές που επηρεάζουν σημαντικά τη συμπεριφορά, τη συγκέντρωση και την ικανότητα αυτοελέγχου των ατόμων. Πολλές έρευνες συγκλίνουν ότι τα ποσοστά επιπολασμού της ΔΕΠΥ σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αρκετά υψηλά, με εκτιμήσεις να φτάνουν μέχρι το 7,2%. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, περίπου το 5% των παιδιών και εφήβων, καθώς και το 2,8% των ενηλίκων, παρουσιάζουν συμπτώματα της διαταραχής. Στην Κύπρο, η ΔΕΠΥ φαίνεται να αποτελεί τη συχνότερη αιτία παραπομπής στις Υπηρεσίες Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας και Ψυχικής Υγείας για παιδιά σχολικής ηλικίας.
Παρότι για πολλές δεκαετίες η ΔΕΠΥ βρισκόταν στη σκιά χωρίς να συγκεντρώνει την απαραίτητη προσοχή από την επιστημονική κοινότητα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον και σημαντική ερευνητική δραστηριότητα γύρω από αυτή. Αυτό έχει οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση των αιτιών και των συμπτωμάτων της, επιφέροντας θετικά αποτελέσματα στην αποδοχή και την αντιμετώπισή της. Ταυτόχρονα, η κινητοποίηση αυτή κρίνεται καθοριστικής σημασίας, καθώς στο παρελθόν πολλά παιδιά που παρουσίαζαν συμπτώματα της ΔΕΠΥ στιγματίζονταν με χαρακτηρισμούς όπως «απείθαρχα» ή «ανυπάκουα», καλύπτοντας την πραγματική φύση μιας πολύπλοκης νευροαναπτυξιακής διαταραχής, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνουν την κατάλληλη υποστήριξη. Σήμερα, η κατανόηση της ΔΕΠΥ επιτρέπει την ανάπτυξη στοχευμένων στρατηγικών παρέμβασης και την αιτιολόγηση των δυσκολιών που βιώνουν εκατομμύρια παιδιά και ενήλικες παγκοσμίως.
Παρά τα βήματα προόδου που έχουν επιτευχθεί και την αυξημένη ευαισθητοποίηση γύρω από τη ΔΕΠΥ, εξακολουθούν να εντοπίζονται σημαντικά κενά που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα αποτελεί η υποδιάγνωση της ΔΕΠΥ που παρατηρείται στα κορίτσια και στις γυναίκες, με αυτό να αποτελεί όχι μόνο επιστημονικό αλλά και βαθιά κοινωνικό πρόβλημα, με συνέπειες που διαρκούν και επιμένουν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Η ερευνητική κοινότητα, καλούμενη να δώσει απαντήσεις σε ένα τόσο καίριο και σοβαρό ζήτημα, εντοπίζει διάφορους παράγοντες που εξηγούν την ανισότητα στις διαγνώσεις. Αρχικά, υποστηρίζεται ότι η υποδιάγνωση της ΔΕΠΥ στα κορίτσια και στις γυναίκες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χαμηλή και άνιση εκπροσώπησή τους στις ερευνητικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, για πολλά χρόνια, η επιστημονική προσοχή επικεντρωνόταν κυρίως στο ανδρικό φύλο, με αποτέλεσμα τα κορίτσια και οι γυναίκες να παραγκωνίζονται, να μένουν συχνά χωρίς διάγνωση ή να λαμβάνουν λανθασμένες διαγνώσεις. Αυτή η ελλιπής ερευνητική εστίαση είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση της εσφαλμένης αντίληψης ότι η ΔΕΠΥ εμφανίζεται τρεις φορές συχνότερα στα αγόρια και στους άνδρες – μια πεποίθηση που αντανακλά περισσότερο τις διαγνωστικές ανισότητες παρά την πραγματική επιδημιολογία της διαταραχής.
Παράλληλα, πολλές έρευνες δείχνουν ότι η υποδιάγνωση της ΔΕΠΥ στα κορίτσια και στις γυναίκες συνδέεται άμεσα με τη διαφορετική φύση και ένταση των συμπτωμάτων που εκδηλώνονται στα δύο φύλα. Τα αγόρια συχνά εμφανίζουν εξωτερικευμένα συμπτώματα, όπως έντονη υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, τα οποία είναι εύκολα αντιληπτά σε σχολικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, διευκολύνοντας τη διάγνωση. Αντίθετα, τα κορίτσια τείνουν να παρουσιάζουν εσωτερικευμένα συμπτώματα, όπως απροσεξία και χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα οποία δεν είναι τόσο εμφανή. Συχνά χαρακτηρίζονται ως «ονειροπόλες» ή «αφηρημένες», με τις δυσκολίες τους να παραβλέπονται ή να αποδίδονται λανθασμένα σε παράγοντες όπως η προσωπικότητα, καθιστώντας τη διάγνωση δυσκολότερη. Επιπλέον, έρευνες υποστηρίζουν ότι η ικανότητα κοριτσιών και γυναικών με ΔΕΠΥ να αναπτύσσουν αποτελεσματικές στρατηγικές κάλυψης των συμπτωμάτων τους σε σχέση με το ανδρικό φύλο, εντείνουν την υποδιάγνωση, καθώς τα συμπτώματά τους μπορεί να μην εκδηλώνονται εμφανώς. Παράλληλα, οι συννοσηρές διαταραχές, όπως το άγχος και η κατάθλιψη, που συχνά συνοδεύουν τη ΔΕΠΥ στις γυναίκες και στα κορίτσια, μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένες ή ελλιπείς διαγνώσεις, επιδεινώνοντας περαιτέρω το πρόβλημα των υποδιαγνώσεων.
Την ίδια στιγμή, τα κοινωνικά στερεότυπα, φαίνεται να επιδεινώνουν την κατάσταση. Οι προσδοκίες για ήσυχα, πειθαρχημένα και προσαρμοστικά κορίτσια καθιστούν πιο δύσκολη την αναγνώριση της ΔΕΠΥ. Οι κοινωνικές αντιλήψεις συχνά συγκαλύπτουν τα συμπτώματα της διαταραχής, δυσκολεύοντας γονείς, εκπαιδευτικούς και επαγγελματίες υγείας να αναγνωρίσουν την ανάγκη για υποστήριξη. Επιπλέον, τα εργαλεία διάγνωσης βασίζονται κυρίως σε δεδομένα από το αντίθετο φύλο, γεγονός που μειώνει την αποτελεσματικότητά τους στην ανίχνευση της διαταραχής στα κορίτσια και στις γυναίκες.
Ανάγκη για πολυεπίπεδη προσέγγιση του θέματος
Τα πιο πάνω σημεία, μεμονωμένα αλλά και συνδυάστηκα, δύναται να οδηγήσουν στην μη έγκαιρη αναγνώριση της ΔΕΠΥ στα κορίτσια και στις γυναίκες, γεγονός που μπορεί να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στη μετέπειτα ποιότητα ζωής και προσωπική τους ανάπτυξη. Συνεπώς, η ανάγκη εφαρμογής μιας πολυεπίπεδης προσέγγισης και λήψης σημαντικών μέτρων για αντιμετώπιση του ζητήματος είναι μείζονος σημασίας.
Η υποδιάγνωση της ΔΕΠΥ στα κορίτσια και στις γυναίκες δεν αποτελεί μόνο επιστημονικό ζήτημα αλλά και κοινωνική πρόκληση. Αφορά την εξάλειψη των στερεοτύπων και την αναγνώριση των μοναδικών αναγκών κάθε ατόμου. Η κατανόηση της ΔΕΠΥ ως μέρος της ανθρώπινης ποικιλομορφίας και η υιοθέτηση μιας συμπεριληπτικής προσέγγισης, μπορούν να διασφαλίσουν ότι κάθε παιδί και ενήλικας ανεξαρτήτως φύλου, θα έχει την ευκαιρία να αναπτύξει τις δυνατότητές του σε ένα περιβάλλον που στηρίζει την ανάπτυξη και την ευημερία του.
Όλγα Μανώρα
Εκπαιδευόμενη Κλινική Ψυχολόγος