Ο Ανδρέας Παύλου Χατζημηνά ή Τεύκρος Ανθίας - όπως έμελλε να μείνει οικείο το όνομα του σε αυτιά που κατάφεραν να εκτεθούν στην ύπαρξη και το έργο του - είναι μια κομβική φιγούρα της κυπριακής ποίησης, ο οποίος ήταν πλάι στους αγώνες του Κομουνιστικού Κόμματος Κύπρου (ΚΚΚ) και αργότερα, υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του ΑΚΕΛ. Ως ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος έχυσε μελάνι σε λέξεις, γεγονότα και δικαιώματα που ήταν αναγκαίο να διαδοθούν. Ο ίδιος και η πένα του έμειναν πιστοί στον αγώνα μέχρι το τέλος.
Νεαρός ακόμη, μαζί με δεκάδες στελέχη του ΚΚΚ και της Κομμουνιστικής Νεολαίας, συμμετείχε στην εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931, προβάλλοντας αντιαποικιακά αιτήματα και το δικαίωμα του λαού στην αυτοδιάθεση. Το 1932 στο όνομα των «διαταγμάτων Αμύνης» συνελήφθη και κλείστηκε στις Κεντρικές Φυλακές «με την κατηγορίαν ότι ήτο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου». Το ανήσυχο του πνεύμα δεν είχε μόνο να αντιμετωπίσει την απουσία στοιχειωδών ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης εντός των φυλακών, αλλά και τη στέρηση της πνευματικής τροφής.
Εκεί ήρθε αντιμέτωπος με την έλλειψη χαρτιού και μολυβιών, με το γεγονός ότι οι φυλακές δεν είχαν μια στοιχειώδη βιβλιοθήκη για τους κρατουμένους -γεγονός που καυτηρίασε ο Ανθίας, κάτι που καταδείκνυε πολλά για το πνεύμα του-, με το γεγονός ότι τα προσωπικά βιβλία που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι κρατούμενοι κρίθηκαν ως «ληστρικά εγκλήματα» που έπρεπε να απαγορευτούν εντός των φυλακών και κάποια εξ ’αυτών να καούν, καθώς επιδρούσαν «αρνητικά» στη συμπεριφορά των καταδίκων. Ανάμεσα σε άλλα, σε αυτοβιογραφικό κείμενο του (Πρωινή, 11/02/1937) επιδίωξε την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, καταβάλλοντας προσπάθεια για βελτίωση των συνθηκών κράτησης των φυλακισμένων.
Σταθμός στη γραφή του ήταν το έργο «Η Δευτέρα Παρουσία» (1931), για το οποίο ο ταγμένος θεματοφύλακας της καθεστηκυίας τάξης, ο ανώτατος κλήρος, μη ανεχόμενος την πραγματικότητα του περιεχομένου, έκρινε τον κομμουνιστή ποιητή και δάσκαλο «ένοχον αρνήσεως του Θεού» και τον αφόρισε. Η Δευτέρα Παρουσία δεν κλόνισε μόνο την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας αλλά και τη βρετανική αποικιοκρατία, η οποία συμπεριέλαβε το έργο στη λίστα των απαγορευμένων. Παραθέτοντας τις λέξεις με μαρξιστική λογική, κρίνει τη θρησκεία ισχυριζόμενος πως είναι «ανίσχυρη να σώσει την ανθρωπότητα». Η κατεδαφιστική του ειρωνεία απογυμνώνει τον Θεό, τη θρησκεία, τα άγια, τα ιερά, παπάδες και καλόγερους. Μιλάει για πρωτοσέλιδα εφημερίδων που γράφουνε «ΑΙΦΝΙΔΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», για ένα μανιασμένο πλήθος που έχει πάρει τον Θεό στο κυνήγι και τον βρίσκει «κάτου απ’την Αγία Τράπεζα», «σαν ψάρι στη στεριά να σπαρταρά». Αυτή όμως η υβριστική ανευλάβεια του δεν ενόχλησε όσο τα υποκινητικά πολιτικά του μηνύματα που φώτιζαν τον επαναστατικό δρόμο για την κοινωνική ανατροπή. Οι φτωχοί του κόσμου εξεγείρονται και φέρνουν τον Θεό (Σαβαώθ) στο σκαμνί του κατηγορουμένου, απαιτώντας να λογοδοτήσει για τα δεινά και τις αδικίες της ανθρωπότητας. Καλούσε τους ανθρώπους του κόσμου στην αναζήτηση της δικαιοσύνης και της ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης – καθώς ο επαναστατημένος λαός γνωρίζει ποιοι κρύβονται πίσω από την «ύπαρξη του».
Η Τέχνη είναι ένα μέσο που δεν δύναται μόνο να τέρψει το πνεύμα του ανθρώπου, δεν δύναται μόνο να εξιλεώσει τη ψυχοσύνθεση του και να τον οδηγήσει στην κάθαρση. Η Τέχνη δύναται να αφυπνίσει τον λαό, να του προσφέρει γνώση αβίαστη, αλλιώτική∙ να τον οδηγήσει σε νευρωνικές συνάψεις ιδιαίτερες. Η Τέχνη δύναται να είναι μια πρωτογενής καταγραφή ιστορικών ντοκουμέντων, δύναται να είναι μια ανάσα στη βάναυση κακοποιητική καθημερινότητα που μας προσφέρει αβίαστα το καπιταλιστικό σύστημα. Η Τέχνη∙ δύναται να διεγείρει τον έρωτα του ανθρώπου για μια ιδεατή κοινωνία. Κάθε μέσο που μπορεί να οδηγήσει στη χειραφέτηση του λαού, στην αφύπνιση των δήθεν άτυχων ανθρώπων που το σύστημα τους εγκλωβίζει σε ένα αέναο κύκλο εκμετάλλευσης, ανισότητας, ψυχολογικών πιέσεων.
Αυτά τα μέσα λοιπόν δεν είναι αρεστά! Δεν αρέσκεται να έχουμε πρόσβαση σε πηγές που αφυπνίζουν τους καταπιεσμένους και καταφρονημένους ανθρώπους. Δεν αρέσκεται να υπάρχουν ερεθίσματα από φωνές που διαταράσσουν την ισορροπία των επίσημων αφηγημάτων - που μαζικά με αυτά, για χρόνια χειραγωγούν την κοινωνία, χαλιναγωγώντας τη σε μονοπάτια που απέχουν από ανθρωποκεντρικά αισθήματα, από την ανάγκη για επαναπροσέγγιση, από την επιθυμία εναντίωσης και εξέγερσης προς τους καταπιεστές και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χαλιναγωγώντας τη σε μονοπάτια που απέχουν από την αφύπνιση του ανθρώπου.
Άνθρωποι που μίλησαν για το φως, δεν μπορούν να ξεπλένονται με στάλες ξεθωριασμένης προσοχής. Η άφεση στο μη φωτιζόμενο περιθώριο των έργων και των προσωπικοτήτων του Τεύκρου Ανθία, του Θοδόση Πιερίδη, του Παύλου Λιασίδη, του Βασίλη Μιχαηλίδη και άλλων δεν είναι τυχαία. Δεν είναι τυχαία η «απουσία» τους από την κυπριακή πολιτιστική σκηνή σήμερα. Δεν είναι απόρροια της μεστής ύλης των σχολείων, ούτε της μη σπουδαιότητας των γραφομένων τους. Είναι συνειδητή πολιτική κίνηση. Μια λογοκρισία που γίνεται με το γάντι. Καθώς, η αμφισβήτηση, η κριτική σκέψη, η γνώση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, η λαχτάρα της κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να είναι ικανότητες θανάσιμα βλαβερές. Τα εγερτήρια των καταφρονημένων της κοινωνίας όμως, όσο κι’ αν μάχονται δε θα πάψουν να ηχούν.
Σας αφήνω με στίχους του και το βλέμμα στραμμένο σε εκείνο τον αλλιώτικο κόσμο που δεν χωράνε ανθρώπινα δεινά, ούτε ο πόλεμος και η εκμετάλλευση.
«Στον τόπο τους, άλλος ναός σε λίγο θα υψωθεί.
Και οι άνθρωποι εκεί θα προσκυνούν, θα υμνούν την εργασία.
Έτσι τελειώνει, ω αναγνώστες μου, η νέα «Δευτέρα Παρουσία».
Μαρία Δίπλαρου
Μέλος Κεντρικού Πολιτιστικού Γραφείου ΕΔΟΝ
Συντακτική Επιτροπή