Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι γεγονός. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο πριν την ένταξη είχε δημιουργηθεί μια έντονη κινητικότητα στο Κυπριακό, που έφθασε μέχρι και τα χωριστά δημοψηφίσματα. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή προοπτική πράγματι λειτούργησε υποβοηθητικά και τις διεργασίες επίλυσης του Κυπριακού. Όχι, όμως και για το ίδιο το περιεχόμενο της λύσης, κάτι για το οποίο το ΑΚΕΛ και η ΕΔΟΝ προειδοποιούσε από καιρό. Το αποτέλεσμα ήταν να υποχρεωθούμε να απορρίψουμε το Σχέδιο Ανάν ως είχε και η ένταξη να μην βρει την Κύπρο επανενωμένη.
Παρά το γεγονός ότι δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειές μας για λύση πριν την ένταξη, το ΑΚΕΛ παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένο στην υπόθεση της λύσης. Όπως αναφέρεται στη Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής με την ευκαιρία της ένταξης, «η τελευταία ουδόλως υποκαθιστά τον στρατηγικό μας στόχο που δεν είναι άλλος από την ειρηνική επανένωση του τόπου και του λαού μας, στα πλαίσια μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας».
Η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αναπόφευκτα επηρεάζει και το Κυπριακό. Όπως αναφέρεται στην Πολιτική Απόφαση του 20ου Συνεδρίου του ΑΚΕΛ, « η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνάρτηση με τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας δημιουργούν μια θετική συγκυρία που πρέπει να συνεχίσουμε να αξιοποιούμε για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος (...) Η Τουρκία ανέλαβε απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατ’ επέκταση απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες αν αξιοποιηθούν σωστά θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για την Άγκυρα να συνεργαστεί για τη λύση του Κυπριακού».
Η συμμετοχή της Κύπρου ως πλήρους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να συνεχίσει να αξιοποιείται ως καταλύτης για τη λύση. Η δυναμική της λύσης, που αναπτύχθηκε προ της ένταξης, θα πρέπει να συνεχιστεί. Τυχόν προσπάθειες που τείνουν να καλλιεργήσουν κλίμα εφησυχασμού και φαινόμενα αλαζονείας με αφορμή την ολοκλήρωση της ένταξης είναι ζημιογόνα και πρέπει να αποφευχθούν. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται ότι η ένταξη καθιστά εφικτή την ανατροπή του στρατηγικού στόχου της λύσης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, υπονομεύουν την προοπτική της λύσης. Ως ΕΔΟΝ και γενικότερα η Αριστερά θα αντιταχθούμε αποφασιστικά στις όποιες τέτοιες προσπάθειες που δεν εξυπηρετούν την υπόθεση της λύσης και της επανένωσης.
Με την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ήδη η Τουρκία υποχρεούται να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας. Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν συνιστά επίσημη αναγνώριση. Ούτε, όμως, πρόκειται απλώς για μια εμπορική συμφωνία, αλλά για μια προχωρημένη σχέση που με την πάροδο του χρόνου θα αναπτύσσει δυναμική ντε φάκτο αναγνώρισης. Είναι σημαντικό να αξιοποιείται διαρκώς η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας προς την κατεύθυνση της λύσης του Κυπριακού, έστω και αν αυτή η πορεία συναντήσει προβλήματα .
Το διαπραγματευτικό πλαίσιο, που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιούνιο του 2005 και εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 3 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, απαιτεί από την Τουρκία να συνεχίσει να στηρίζει τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού στα πλαίσια του ΟΗΕ και σύμφωνα με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητά ομαλοποίηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Κυπριακή Δημοκρατία, απαιτεί επέκταση και εφαρμογή του Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου με όλα τα νέα κράτη μέλη και απαιτεί εμμέσως πλην σαφώς από την Τουρκία κατά την περίοδο μέχρι την ένταξη προοδευτικά να πάψει να παρεμποδίζει τη συμμετοχή της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς.
Όσον αφορά το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο, που υπογράφτηκε από την Τουρκία στις 29 Ιουλίου 2005,η ουσία είναι η εξής: Από τη στιγμή που δέκα νέα μέλη εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν απαραίτητη η επέκταση της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας έτσι που να τα συμπεριλάβει και αυτά. Από αυτή την άποψη, το ίδιο το Πρωτόκολλο δεν έχει αυτόνομο περιεχόμενο, αφού απλώς επεκτείνει τη Συμφωνία Σύνδεσης του 1963 καθώς και τη Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης του 1995 στα δέκα νέα κράτη μέλη. Η Τουρκία υποχρεούται να εφαρμόσει όλα όσα προνοούν οι προαναφερθείσες συμφωνίες, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση. Η Τελωνειακή Ένωση σημαίνει, μεταξύ άλλων, ελεύθερη διακίνηση αγαθών.
Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι στην Τελωνειακή Ένωση δεν περιλαμβάνεται η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ότι, συνεπώς, δεν είναι υποχρεωμένη να ανοίξει λιμάνια και αεροδρόμια στην Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόκειται για μια παράλογη ερμηνεία που απορρίπτεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση: Πώς μπορεί να γίνεται λόγος για ελεύθερη διακίνηση αγαθών από την Κύπρο προς την Τουρκία με κλειστά για εμάς τα λιμάνια και τα αεροδρόμια της τελευταίας; Έτσι, η Τουρκία έχει νομική υποχρέωση να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμια της για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Παρά το γεγονός ότι η ένταξη δεν συνδυάστηκε με επανένωση της χώρας και του λαού μας, η δυναμική που δημιουργεί τόσο αυτή η εξέλιξη όσο και η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, με την κατάλληλη αξιοποίηση μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στον κύριο στόχο, που δεν είναι άλλος από τη λύση του Κυπριακού. Η Τουρκία έχει άμεσες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις έναντι της Κύπρου, όπως αυτές καθορίζονται σε δεσμευτικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε πρώτη φάση οφείλει να ανοίξει τα λιμάνια και αεροδρόμιά της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Σε δεύτερη φάση οφείλει να άρει προοδευτικά τα βέτο στη συμμετοχή της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς και να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Κύπρο. Τέλος, σε κάποιο στάδιο πριν την ένταξή της, η Τουρκία οφείλει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Τα πιο πάνω δεν ισοδυναμούν βέβαια με λύση του Κυπριακού, ούτε και σημαίνουν ότι επιδιώκουμε λύση σε βάθος χρόνου. Όμως, έχουν ευρύτερες προεκτάσεις και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να φθάσουμε σε λύση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εμμείνει σε εφαρμογή των συμφωνηθέντων, γιατί έτσι ακριβώς αξιοποιείται η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας για λύση του Κυπριακού.